Κατηγορίες
Σεβίλλη

Οι διάσημοι της Σεβίλλης!

Ο κουρέας της Σεβίλλης

Το έργο
Λίγες συστάσεις χρειάζονται για την πιο δημοφιλή κωμική όπερα όλων των εποχών. «Ο Κουρέας της Σεβίλλης» του Gioachino Rossini [Τζοακίνο Ροσσίνι] (1792-1868) έχει αγαπηθεί και έχει τραγουδηθεί από όλο τον κόσμο.

Το ποιητικό κείμενο του Τσέζαρε Στερμπίνι για την κωμωδία σε δύο πράξεις Ο κουρέας της Σεβίλλης βασίζεται στο ομότιτλο θεατρικό του Πιέρ-Ωγκυστέν Καρόν ντε Μπωμαρσαί αλλά και στο ποιητικό κείμενο του Τζουζέππε Πετροζελλίνι για την ομώνυμη όπερα του Τζοβάννι Παϊζιέλλο (1782). Η υπόθεση αφηγείται τα τεχνάσματα των οποίων μετέρχεται ο κόμης Αλμαβίβα προκειμένου τελικά να νυμφευτεί την αγαπημένη του Ροζίνα, που ο ηλικιωμένος κηδεμόνας της, Ντον Μπάρτολο, προορίζει για τον εαυτό του. Με την βοήθεια του κουρέα Φίγκαρο, ο οποίος μπαινοβγαίνει χωρίς δυσκολία στην κατοικία του Ντον Μπάρτολο, ο Αλμαβίβα επιτυγχάνει.

Ο συνθέτης
Ο Αντόνιο Τζοακίνο Ροσσίνι γεννήθηκε στο Πέζαρο το 1792. Το 1806, ως μαθητής συνέθεσε το πρώτο του λυρικό έργο. Το 1812 η όπερά του Η λυδία λίθος δόθηκε στην Σκάλα του Μιλάνου ενώ το 1813 με τον σοβαρό Ταγκρέδο και την κωμική Ιταλίδα στο Αλγέρι καθιερώθηκε επίσης εκτός ιταλικών πόλεων. Το 1814 ανέλαβε την διεύθυνση και των δύο θεάτρων της Νάπολης, για τα οποία συνέθεσε μερικά από τα σημαντικότερα έργα του. Πολλά από αυτά γράφηκαν για το ταλέντο της τραγουδίστριας Ιζαμπέλλας Κολμπράν, την οποία ο Ροσσίνι νυμφεύτηκε το 1822. Ξεχωρίζουν ο Οθέλλος, η Αρμίντα, o Μωυσής στην Αίγυπτο, η ΕρμιόνηΗ κυρά της λίμνης, ο Μωάμεθ Β’ και η Τσελμίρα. Ταυτόχρονα, συνέθετε για άλλες πόλεις της Ιταλίας αριστουργήματα όπως Ο κουρέας της ΣεβίλληςΗ ΣταχτοπούταΗ κλέφτρα κίσσα και Σεμίραμις. Το 1822 επισκέφθηκε τη Βιέννη, όπου συνάντησε τον Μπετόβεν. Ακολούθησε το Λονδίνο και τελικά το Παρίσι, όπου εγκαταστάθηκε το 1824. Το 1829 παρουσίασε τον Γουλιέλμο Τέλλο, την τελευταία του όπερα. Απογοητευμένος από την εξέλιξη της φωνητικής τέχνης τα υπόλοιπα 39 χρόνια της ζωής του συνέθετε μονάχα τραγούδια και έργα εκκλησιαστικής μουσικής. Από το 1855 ήταν μόνιμα εγκατεστημένος στο Παρίσι, όπου πέθανε το 1868. Το 1887 η σορός του μεταφέρθηκε στην Φλωρεντία.

Πρεμιέρες

Ο Κουρέας της Σεβίλλης παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο θέατρο Αρτζεντίνα της Ρώμης στις 20 Φεβρουαρίου 1816. Το 1833 αναφέρεται παράσταση της όπερας στο Σαν Τζάκομο της Κέρκυρας. Στην Αθήνα υπάρχουν στοιχεία για παράσταση–παρωδία (1837) και παρουσίαση της όπερας στο Φάληρο (1889). Ακόμα, αναφέρονται παραστάσεις στο Δημοτικό Θέατρο της Ερμούπολης της Σύρου (1872-73). Από την Εθνική Λυρική Σκηνή η όπερα πρωτοπαρουσιάστηκε στις 11 Μαρτίου 1942.

Περίληψη του έργου

Α’ Πράξη
Στην Σεβίλλη, ο κόμης Αλμαβίβα μεταμφιεσμένος ως φτωχός φοιτητής Λιντόρο, επιχειρεί να κατακτήσει την καρδιά της όμορφης Ροζίνας. Η κοπέλα μένει μαζί με τον προστάτη της δόκτορα Μπάρτολο, ο οποίος επίσης επιθυμεί να την νυμφευτεί. Προκειμένου να προσεγγίσει την Ροζίνα, ο Αλμαβίβα ζητά τη βοήθεια του Φίγκαρο, κουρέα της περιοχής, ο οποίος παλαιότερα υπήρξε στην υπηρεσία του. Ο Φίγκαρο προθυμοποιείται να τον βοηθήσει. Ο Ντον Μπαζίλιο, δάσκαλος της μουσικής, πληροφορεί τον φίλο του Ντον Μπάρτολο, πως στην Σεβίλλη έχει φτάσει ο Αλμαβίβα γοητευμένος από την ομορφιά της Ροζίνας. Τού εξηγεί όμως ότι γνωρίζει έναν σίγουρο τρόπο προκειμένου να εξουδετερώσει τον αντίπαλο: τη συκοφαντία. Ταυτόχρονα, βάσει σχεδίου του Φίγκαρο, ο Αλμαβίβα/Λιντόρο εισέρχεται στην κατοικία του Ντον Μπάρτολο ως μεθυσμένος στρατιώτης, προσκομίζοντας μια υποτιθέμενη άδεια διανυκτέρευσης από την στρατιωτική υπηρεσία. Ο Ντον Μπάρτολο αρνείται να συμμορφωθεί και από τη φασαρία που δημιουργείται, έρχεται η αστυνομία. Ωστόσο, ο αστυνομικός γνωρίζει τον κόμη Αλμαβίβα κι έτσι, προς τεράστια έκπληξη του Ντον Μπάρτολο, όχι μόνον δεν τον συλλαμβάνει, αλλά τον αφήνει ελεύθερο.

Β’ Πράξη
Ο Αλμαβίβα επιστρέφει στην κατοικία του Ντον Μπάρτολο αυτή τη φορά μεταμφιεσμένος ως δάσκαλος μουσικής, λέγοντας ότι ο Ντον Μπαζίλιο είναι ασθενής. Καταφθάνει ο Φίγκαρο για την καθημερινή περιποίηση του Ντον Μπάρτολο και καταφέρνει με τέχνη να πάρει το κλειδί του μπαλκονιού της Ροζίνας. Πρόθεσή του είναι να βοηθήσει τον Αλμαβίβα να ελευθερώσει την αγαπημένη του. Απροειδοποίητα φτάνει ο Ντον Μπαζίλιο, τον οποίο ο Αλμαβίβα δωροδοκεί, προκειμένου να φύγει χωρίς να δημιουργήσει πρόβλημα. Η Μπέρτα, οικονόμος του σπιτιού, σχολιάζει την ανοησία του αφεντικού της, που θέλει να νυμφευτεί γυναίκα τόσο νεώτερη του. Ο Ντον Μπάρτολο αποφασίζει να κινηθεί γρήγορα κι έτσι ζητά να έρθει συμβολαιογράφος να τελέσει τον γάμο. Δείχνει στη Ροζίνα την επιστολή που εκείνη είχε στείλει προς τον Λιντόρο και της λέει πως την πήρε από τον κόμη Αλμαβίβα. Η Ροζίνα αισθάνεται ότι ο αγαπημένος της την πρόδωσε και δέχεται να παντρευτεί το Ντον Μπάρτολο. Ξεσπά καταιγίδα. Φτάνουν ο Φίγκαρο και ο Αλμαβίβα από το μπαλκόνι προκειμένου να απαγάγουν τη Ροζίνα. Το μυστήριο της διπλής ταυτότητας του Αλμαβίβα/Λιντόρο λύνεται και το ζευγάρι συμφιλιώνεται. Εμφανίζεται ο Ντον Μπαζίλιο με τον συμβολαιογράφο, ο οποίος αντί του Ντον Μπάρτολο παντρεύει τον Αλμαβίβα με τη Ροζίνα. Αργοπορημένος έρχεται με την αστυνομία ο Ντον Μπάρτολο. Δεν έχει όμως άλλη επιλογή από το να υποταχθεί στο πεπρωμένο του. Ο γάμος έχει ήδη γίνει και όλοι είναι προσκεκλημένοι στο παλάτι του Κόμη, για να γιορτάσουν το χαρμόσυνο γεγονός.

https://www.nationalopera.gr/en/learning-participation/opera-goes-to-school/the-barber-of-seville

ΑΚΟΥΣΤΕ

  • Το έργο σε ραδιοφωνική θεατρική απόδοση, στα ελληνικά:
  • Τον απολαυστικό Θανάση Βέγγο, μπαρμπέρη – Κουρέα της Σεβίλλης
  • Τον αξεπέραστο Luciano Pavarotti στην άρια του Figaro

Ο ΔΟΝ ΖΟΥΑΝ ή «Ο απατεώνας της Σεβίλλης»

«Οι μεταμορφώσεις του Δον Ζουάν στη χώρα των μύθων»

 Χαράλαμπος Βαρέλης
[Δημοσιεύτηκε 13 Σεπτεμβρίου 2016]

Δύο είναι οι λογοτεχνικοί ήρωες της νεότερης Ευρώπης που απέκτησαν μυθική διάσταση και είναι εφάμιλλοι εκείνων που δημιούργησε η ελληνική μυθολογία: ο Φάουστ και ο Δον Ζουάν. Κοινό χαρακτηριστικό τους, που τους συνδέει με την ελληνική αρχαιότητα, η ύβρις: ο πρώτος υπερβαίνει τα ανθρώπινα όρια σε γνωσιολογικό επίπεδο και ο δεύτερος αρνείται τα όρια που επιβάλλει η εκάστοτε κοινωνική ηθική.

Όταν ο Τίρσο ντε Μολίνα γράφει, περίπου το 1620, το θεατρικό έργο Ο απατεώνας της Σεβίλλης ή ο πέτρινος συνδαιτυμόνας, ο Ισπανός δραματουργός και μοναχός δεν διανοείται ότι ο ήρωας του, Δον Χουάν Τενόριο, θα αποτελέσει την απαρχή ενός από τους σημαντικότερους λογοτεχνικούς μύθους της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Γόνος Ισπανών ευγενών, ο Δον Χουάν είναι ένας γοητευτικός νέος που αποπλανά χωρίς κανέναν ηθικό  φραγμό γυναίκες κάθε κοινωνικής τάξης, παραβιάζοντας έτσι τους αυστηρούς κανόνες του Ρωμαιοκαθολικισμού στην Ισπανία του 17ου αιώνα. «Θύματα» αυτής της ερωτικής επιθυμίας είναι μεταξύ άλλων η δούκισσα Ισαβέλλα, η Άννα, κόρη ενός Ισπανού Διοικητή, και δύο χωρικές, η Θίσβη και η Αμίντα. Η ευγενής καταγωγή του εξασφαλίζει στον Δον Χουάν μια σχετική ατιμωρησία. Αυτό όμως που τον διαφοροποιεί από τους επίσης ακόλαστους φίλους του είναι ότι ο Δον Χουάν σκοτώνει σε μονομαχία τον πατέρα της Άννας, που θέλησε να υπερασπιστεί την τιμή της κόρης του, και κυρίως ότι σε μια κίνηση κυνισμού καλεί σε δείπνο τον ανδριάντα του θύματός του. Αυτή η συμπεριφορά αποτελεί ύβριν προς τον νεκρό και ο Δον Χουάν τιμωρείται με το πυρ της Κολάσεως παρά την καθυστερημένη μεταμέλειά του.

Έχοντας επηρεαστεί από ιταλικές διασκευές της ιστορίας του Δον Χουάν, ο Μολιέρος θα παρουσιάσει το 1665 την κωμωδία του Δον Ζουάν ή η πέτρινη ευωχία. Όμως ο ήρωας του Τίρσο, που συμπεριφερόταν στις γυναίκες ως τιμωρός της ευκολίας με την οποία αυτές πλάγιαζαν μαζί του, θα εξελιχθεί σε έναν κυνικό σοφιστή και βλάσφημο ευγενή. Τοποθετώντας τον Δον Ζουάν στην εθισμένη στην υποκρισία γαλλική Αυλή του 17ου αιώνα στην οποία ασκεί κριτική, ο Μολιέρος, σε αντίθεση με τον Ισπανό δραματουργό, παρουσιάζει την ερωτική δραστηριότητα του γυναικοκατακτητή σε χρόνο αφηγηματικό. Πρωτοτυπεί όμως εισάγοντας στο πλήθος των εξαπατημένων γυναικών τη Δόνα Ελβίρα, σύζυγο του αιώνιου εραστή. Έτσι εμπλουτίζει μία από τις τρεις σταθερές συνιστώσες του λογοτεχνικού μύθου που είναι: ο Δον Ζουάν, οι γυναίκες και το άγαλμα του Διοικητή που τιμωρεί τον αλαζόνα εραστή. Σημειωτέον ότι ο Δον Ζουάν αρνείται πλέον να μετανοήσει για τις πράξεις του.

Η μηδενιστική δύναμη του ήρωα του Μολιέρου απουσιάζει από την όπερα του Μότσαρτ, σε λιμπρέτο του Λορέντζο ντα Πόντε, Ντον Τζοβάννι ή ο τιμωρημένος ακόλαστος (1787). Την υποκρισία θα αντικαταστήσει η χαρά της ζωής που αντικατοπτρίζεται στη φράση «Ζήτω η ελευθερία!» με την οποία ο Ντον Τζοβάννι εκφράζει μια απόλυτη προσωπική ελευθερία. Ο εμπλουτισμός του μύθου συνεχίζεται με τον κατάλογο των εξαπατημένων από τον ήρωα γυναικών που διαβάζει ο υπηρέτης του, Λεπορέλλο, στη Δόνα Ελβίρα για να την παρηγορήσει.

Οι διάφορες ενσαρκώσεις του Δον Ζουάν αποκαλύπτουν τον τρόπο με τον οποίο κάθε ιστορική εποχή αντιμετωπίζει τον έρωτα. Ο Ρομαντισμός θα δώσει νέα πνοή στο μύθο. Στο διήγημά του Ε.Τ.Α. Χόφμαν Δον Ζουάν, Μυθιστορηματική περιπέτεια ενός ενθουσιώδους ταξιδιώτη (1814), ο ήρωας επανακτά τη μεταφυσική του διάσταση. Ο Αυστριακός πεζογράφος, όπως ο Μπάιρον στo έπος του Δον Ζουάν (1819), ο Πούσκιν στον Πέτρινο καλεσμένο (1830), ο Λενάου στον δικό του Δον Ζουάν (1848) και άλλοι, μεταμορφώνουν τον γυναικοκατακτητή σε έκπτωτο άγγελο, άλλοτε του Κακού και άλλοτε της εξέγερσης που ονειρεύεται έναν άλλο κόσμο. Για τους ρομαντικούς, ο Δον Ζουάν θυσιάζει τη μια μετά την άλλη τις γυναίκες που έχει σαγηνεύσει γιατί αναζητά απεγνωσμένα τον απόλυτο έρωτα.

Την απουσία Ελληνίδων από τον κατάλογο του Λεπορέλλο, που περιελάμβανε 1.003 εξαπατημένες  γυναίκες, θα «διορθώσει» ο Γεώργιος Σουρής στο σατιρικό ποίημα του Δον Ζουάν (1881). Ο Σουρής φέρνει τον ήρωα του Μπάιρον από το Λονδίνο στην Αθήνα για να στιγματίσει την ηθική διαφθορά της υψηλής αθηναϊκής κοινωνίας. Από τον πρώτο κιόλας στίχο, ο ήρωας παρουσιάζεται με σκωπτικό τρόπο: «Ο Δον Ζουάν!… γνωρίζετε τον ήρωα εκείνον…» . Ο γυναικοκατακτητής γνωρίζει πόσο σημαντικό ρόλο έπαιζε, ήδη από την αρχαιότητα, ο σαρκικός πόθος στην Ελλάδα. Ο Δίας, για παράδειγμα, είχε αποπλανήσει με διάφορα τεχνάσματα τις πιο ποθητές γυναίκες της μυθολογίας: Σεμέλη, Δανάη, Λήδα, Ευρώπη, Αλκμήνη και άλλες. Η άφιξη του Δον Ζουάν φέρνει ταραχή στον γυναικείο πληθυσμό που ετοιμάζεται να τον υποδεχτεί δεόντως: «Καλέ, αλήθεια έφθασε ο Δον Ζουάν εκείνος; / και δε μου είπε τίποτε ο άνδρας μου το κτήνος» διαμαρτύρεται μια Αθηναία.

Η σκωπτική διάθεση του Σουρή είναι διάχυτη στους 1.806 στίχους του ποιήματος. Η πρώτη κατάκτηση του Δον Ζουάν είναι η σύζυγος ενός Αθηναίου αξιωματούχου ο οποίος χαίρεται όταν γνωρίζει τον άγνωστο με τον οποίο η σύζυγος του ήταν κλεισμένη στο υπνοδωμάτιό της. Άλλωστε, η ελευθεριάζουσα συμπεριφορά των γυναικών της Αθήνας έχει καταπλήξει και τον ίδιο τον ήρωα: «Είδα γυναίκες με φωτιά σε μια και άλλη χώρα, / μα σαν κι αυτά τα θηλυκά δεν είδ’ αλλού ώς τώρα». Η σάτιρα όμως δεν αφήνει αλώβητο ούτε τον ίδιο τον γυναικοκατακτητή. Ο άλλοτε ακαταμάχητος Δον Ζουάν τρέχει τώρα πίσω από τις Αθηναίες «σαν πεινασμένος σκύλος» και όταν ονειρεύεται νέες κατακτήσεις «τότε πια του φουκαρά του έπεφταν τα σάλια» . Η διακωμώδηση του ήρωα δίνει νέα διάσταση στο μύθο. Η ευκολία με την οποία οι Αθηναίες πλαγιάζουν μαζί του τον έχει κουράσει, «διότι έρως εύκολος και άνευ δυσκολίας / δεν έχει γόητρα ποσώς, δεν έχει ποικιλίας, / κι ο Δον Ζουάν δεν ήθελε πεζότητα τοιαύτην» . Ο καρδιοκατακτητής θέλει κάποιος απατημένος σύζυγος ή εραστής να υπερασπιστεί την τιμή της συζύγου ή ερωμένης του. Ωστόσο, όταν βρεθεί αντιμέτωπος με το ξίφος ενός απατημένου εραστή, ο άλλοτε ανδρείος Ισπανός ευγενής θα τραπεί σε φυγή.  Αυτή η μεταμόρφωση του Δον Ζουάν σε δειλό εραστή δεν είναι η μόνη. Ο Σουρής ξαναδιαβάζει το μύθο με τον δικό του τρόπο. Η υπερκόσμια τιμωρία του ήρωα δεν θα έρθει από το άγαλμα του Διοικητή, αλλά από μία Καρυάτιδα! Η πλήξη που προκαλούν τόσες ανούσιες κατακτήσεις ωθεί τον Δον Ζουάν να ανέβει, ένα βράδυ, ως «ρομαντικός παράφρων ποιητής» στην Ακρόπολη. Εκεί, «γονυπετής» δηλώνει στις Καρυάτιδες ότι τις έχει ερωτευτεί. Γι’ αυτό θέλει να αλλάξει ζωή και να ζήσει την ομορφιά της αρχαίας Ελλάδας. Ευρισκόμενος σε ερωτική έξαρση, ο Δον Ζουάν αγκαλιάζει ένα από τα αγάλματα, το οποίο πέφτει και τον καταπλακώνει. Το κωμικό στοιχείο είναι παρόν ακόμα  και στο θάνατο του ήρωα: «Αλλ’ όμως πριν να πλακωθή, τας χείρας του εκτείνας, / επρόφθασε δυο φάσκελα να δώσει στας Αθήνας […]» .

Αυτές οι διαφοροποιήσεις του Σουρή από την κλασική εκδοχή του μύθου είναι προάγγελος της απομυθοποίησης του Δον Ζουάν τον 20ό αιώνα, στην οποία έχει συμβάλει και η θέση του Νίτσε ότι ο άνθρωπος ζει πλέον σε έναν κόσμο «μετά τον θάνατο του Θεού». Νέες αναγνώσεις της ιστορίας του αιώνιου εραστή -άλλοτε με την τραγική και άλλοτε με την κωμική του όψη- προτείνουν μεταξύ άλλων ο Μαξ Φριτς, Δον Ζουάν ή ο έρωτας για τη γεωμετρία (1953), ο Ανρί ντε Μοντερλάν, Δον Ζουάν ή ο εκπορνευόμενος θάνατος (1956) ή ο Τζον Μπέργκερ στο μυθιστόρημα του, G., Το ταξίδι (1972). […]
Ανάλογες απόπειρες μεταφοράς και απομυθοποίησης του έργου θα παρουσιαστούν στα ελληνικά με την κωμωδία φαντασίας, Ο Δον Γιάννης κι οι εφτά Μαρίες του Χάρη Λαμπίδη, το 1979 και το ποίημα τουΝίκου Φωκά «Ο Δον Ζουάν ως μόδιστρος» (1992), όπου ως «μεγάλος μόδιστρος δίβουλος», ο γυναικοκατακτητής «παρακολουθεί / […] πλήθος θηλυκών σ’ ένα αδιάκοπο / κι αμφίδρομο σεργιάνι σαν σε πασαρέλα».
Ο «Ντον Τζιοβάνι παρακολουθεί / με μάτια σφαλιστά / Στο μέσα του μονόχρωμο διάστημα» τον αισθησιασμό που αναδύεται από «γοφούς μηρούς λαιμούς ωλένες ώμους» διαφόρων γυναικείων σωμάτων. Στο ποίημα, που μοιάζει με μελέτη θανάτου, κυριαρχεί μια επιμνημόσυνη ατμόσφαιρα. Όμως ο θάνατος, όπως φαίνεται και από τη στοχαστική διάθεση του Δον Ζουάν, δεν λειτουργεί ως τρόμος που δεσμεύει τη σκέψη, αλλά ως σημείο αυτεπίγνωσης. Ο αιώνιος εραστής, «αδιάφορος ανέκαθεν / στην ηλικία το χρώμα και την ταξική προέλευση / των γυναικών εν γένει» παρακολουθεί «ένα είδος πασπαρτού της ίδιας του ζωής» .

Μια ακόμη προσέγγιση του έργου μας δίνει ο Κωνσταντίνος Πουλής στο θεατρικό έργο του Δον Ζουάν (2010), η ανάγνωση του οποίου αποτέλεσε, κατά δήλωση του ίδιου του συγγραφέα, το έναυσμα του διηγήματος Το τεφτέρι και το μαχαίρι του Σπύρου Γιανναρά, που περιλαμβάνεται στη συλλογή Ζωή χαρισάμενη (2011). Σε αυτό το διήγημα υπάρχει μια εναλλακτική εκδοχή του δονζουανισμού στην εποχή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Ο γυναικοκατακτητής του Γιανναρά καταλαμβάνεται από μια φρενίτιδα αναρτήσεων στο Διαδίκτυο: είναι το «ημερολόγιο των ερωτικών κατακτήσεών» του. Αλαζόνας κι αυτός, «άρχισε να κομπορρημονεί ισχυριζόμενος πως κανείς δεν μπορεί να τον ξεπεράσει» . Όμως αυτός ο κυνηγός της ηδονής εκείνο που αναζητά κατά βάθος είναι να σκοτώσει την ανία του. Ο αιώνιος εραστής έχει μεταμορφωθεί σε «μπλόγκερ με τεφτέρι» . Η ειρωνεία που εμπεριέχει η λέξη υποδηλώνει τη μετεξέλιξη του δονζουανισμού σε ξέφρενο κοινωνικό φαινόμενο.

Σε όλα τα προαναφερθέντα έργα με ήρωα τον αιώνιο εραστή, ο δονζουανισμός είναι τρόπος ζωής. Στο βιβλίο όμως του Γιώργου Κοροπούλη «Don Giovanni» (1991), εμφανίζεται ως τρόπος γραφής. Γιατί το «Don Giovanni» δεν περιγράφει κάποια νέα ερωτική κατάκτηση του ήρωα, αλλά διηγείται την ιστορία ενός βιβλίου που δεν γράφτηκε. Μέσα από αυτό το προσχέδιο μυθιστορήματος, που έχει τη μορφή ημερολογίου εργασίας, ο Κοροπούλης αναρωτιέται μήπως είναι και ο ίδιος ένα είδος Δον Ζουάν της λογοτεχνικής μορφής. Εξού και τα εισαγωγικά στον τίτλο του βιβλίου. Αυτή η ματαίωση της λογοτεχνικής γραφής παραλληλίζεται με την τραγική διάσταση του γυναικοκατακτητή: «Ο Don Giovanni δεν είναι κάποιος που διαρκώς κατακτά γυναίκες, αλλά κάποιος που διαρκώς χάνει τις γυναίκες που κατέκτησε […]» .

Όπως και να ‘χει, ένα είναι βέβαιο. Εδώ και τέσσερις αιώνες, ο Δον Ζουάν συνεχίζει να αποτελεί πηγή έμπνευσης για εκατοντάδες θεατρικούς συγγραφείς, πεζογράφους και ποιητές. Και όχι μόνο!

https://diastixo.gr/arthra/5680-oi-metafortoseis-tou-don-zouan
[διασκευή]

ΚΑΙ Η ΚΑΡΜΕΝ…

Κάρμεν: Όταν έκανε πρεμιέρα η «όπερα των οπερών»

  • Μία ομάδα στρατιωτών αναπαύεται στην πλατεία, περιμένοντας την αλλαγή φρουράς και σχολιάζοντας τους περαστικούς Εμφανίζεται η Μικαέλα αναζητώντας τον αγαπημένο της Χοσέ, ο οποίος είναι δεκανέας των Δραγώνων. Ο επίσης δεκανέας Μοράλες την πληροφορεί ότι δεν έχει πιάσει υπηρεσία ακόμα και την προσκαλεί να τον περιμένουν μαζί. Εκείνη αρνείται, λέγοντας πως θα επιστρέψει αργότερα. Ο Χοσέ φθάνει με τη νέα βάρδια, την οποία υποδέχεται και μιμείται ένα πλήθος από αλητόπαιδα. Καθώς το κουδούνι του εργοστασίου χτυπά, οι καπνεργάτριες βγαίνουν και μιλάνε με τα παλικάρια στο πλήθος. Η πανέμορφη Κάρμεν μια καπνεργάτρια στο εργοστάσιο, έρχεται και τραγουδά την προκλητική «Χαμπανέρα» πάνω στην αδάμαστη φύση του έρωτα (“L’amour est un oiseau rebelle” – «Η αγάπη είναι ένα ανυπότακτο πουλί»). Τα παλικάρια την παρακαλούν να διαλέξει ένα ταίρι και εκείνη, μετά από λίγο παιχνίδι, πετά ένα λουλούδι στον Δον Χοσέ, που μέχρι τότε την αγνοούσε. Καθώς οι εργάτριες επιστρέφουν στο εργοστάσιο, η Μικαέλα γυρίζει και δίνει στον Χοσέ ένα γράμμα από τη μητέρα του. Σε αυτό διαβάζει ότι η μητέρα του θέλει να γυρίσει σπίτι και να παντρευτεί τη Μικαέλα. Καθώς ο Χοσέ ανακοινώνει πως είναι έτοιμος να ακούσει τη μητρική συμβουλή, οι γυναίκες βγαίνουν από το εργοστάσιο αναστατωμένες. Ο Θουνίγκα, ο αξιωματικός της φρουράς, μαθαίνει ότι η Κάρμεν έχει επιτεθεί σε μία γυναίκα με μαχαίρι. Προκαλούμενη, η Κάρμεν απαντά αψηφώντας με ειρωνεία. Ο Θουνίγκα διατάζει τον Χοσέ να δέσει τα χέρια της Κάρμεν, ενώ ετοιμάζει ένα ένταλμα. Μένοντας μόνη με τον Χοσέ, η Κάρμεν τον παραπλανά με μία seguidilla, στην οποία τραγουδά για μια νύχτα χορού και πάθους με τον εραστή της, όποιος κι αν είναι, στο καπηλειό του Λίλας Πάστια. Μπερδεμένος αλλά και γοητευμένος, ο Χοσέ πείθεται να της λύσει τα χέρια. Καθώς οδηγείται στη φυλακή, σπρώχνει τη συνοδεία της και τρέχει μακριά γελώντας.
    Ο Χοσέ συλλαμβάνεται για παραμέληση καθήκοντος.
    Έτσι ξεκινά η Κάρμεν του Μπιζέ ηοποία έκανε πρεμιέρα στις 3 Μαρτίου του 1875 στο Παρίσι. Παρότι «αυτή είναι μία γαλλική και όχι ισπανική όπερα» και τα «ξένα σώματα», ενώ αναμφίβολα συνεισφέρουν στην μοναδική ατμόσφαιρα της όπερας, αποτελούν μόνο ένα μικρό συστατικό της ολοκληρωμένης μουσικής, ο χαρακτήρας της Κάρμεν είναι γνήσια ισπανικός και μάλιστα σεβιλλιάνικος, βγαλμένος από την τσιγγάνικη γειτονιά της Τριάνα…

Ο Μπιζέ γεννήθηκε στις 25 Οκτωβρίου του 1838, στη λιτή οικογενειακή κατοικία, στο παρισινό διαμέρισμα της Μονμάρτης. Η μητέρα του Εμέ, μια ερασιτέχνισσα πιανίστρια, αναγνώρισε πρώιμα δείγματα μουσικού ταλέντου στο μοναχογιό της και του δίδαξε νότες αλλά και αλφάβητο, όταν ήταν τεσσάρων χρονών. Ο πατέρας του Αδόλφος, ένας κατασκευαστής περουκών που έγινε δάσκαλος τραγουδιού, ενθάρρυνε επίσης τον Ζωρζ και του μετέδωσε τις λιγοστές μουσικές γνώσεις που κατείχε. Ο ενθουσιασμός για τη μουσική εκπαίδευση του Ζωρζ είχε το αντίτιμο του. Η αγάπη του για τη λογοτεχνία κατεστάλη από τη μητέρα του, η οποία του έκρυβε τα βιβλία για να συγκεντρωθεί στη μουσική. Η μονομανία των γονιών του ανταμείφθηκε όταν ο Ζωρζ κέρδισε μια θέση στο Ωδείο του Παρισιού στις 9 Οκτωβρίου του 1848. Δεν ήταν καν 10 χρόνων. Σε λίγους μήνες διαπρεπείς μουσικοί αδημονούσαν να τον διδάξουν. Το ταλέντο του ξεχείλιζε. Να σκεφθείτε πως ο υπό συνταξιοδότηση καθηγητής μουσικής του Ωδείου, παρέμεινε στη θέση του για χάρη του Μπιζέ, ενώ ο λαμπρότερος συνθέτης γαλλικής όπερας Σαρλ Γκουνό, συμπάθησε αμέσως το αγόρι. Ο Μπιζέ διέθετε μια εκπληκτική μνήμη και μπορούσε να αφομοιώνει και να αναπαράγει οτιδήποτε διδασκόταν. Μεγάλη υπόθεση στο πιάνο…

Ο Μπιζέ είχε βρει το δρόμο του. Η πρώτη γεύση της επιτυχίας ήρθε με το Μεγάλο Βραβείο της Ρώμης, το οποίο μοιράστηκε με έναν άλλο συνθέτη το 1857. Στην ιταλική πρωτεύουσα ο ευφυής 19χρονος παρεδόθη στον ίλιγγο της κοινωνικής ζωής. Ήταν απέραντα αγαπητός με ένα ιδιαίτερο χιούμορ. Κάποτε εμφανίστηκε σε ένα χορό μεταμφιεσμένων ντυμένος μωρό και έκανε πάταγο. Την ίδια στιγμή, το παίξιμο του στο πιάνο σάστισε τους μεγάλους συνθέτες της εποχής, συμπεριλαμβανομένου και του Φραντς Λιστ.

Στη Ρώμη ήταν που άρχισε να αμφιβάλλει για τις ικανότητες του. Ανεξήγητα, έστειλε μια κωμική όπερα σε ένα διαγωνισμό θρησκευτικής μουσικής – τον οποίο ασφαλώς έχασε. Εκείνος θεώρησε το γεγονός ως προσβολή κατά της ευφυΐας του. Έπειτα ήρθε η κακοτυχία: το 1859 ενώ ήταν σε διακοπές, κόλλησε αμυγδαλίτιδα (μια χρόνια φλεγμονή στο λάρυγγα), ενώ περιέθαλπε έναν άρρωστο φίλο. Ο Μπιζέ επέστρεψε στο Παρίσι για να εδραιώσει τη φήμη του ως συνθέτη. Τον επόμενο χρόνο όμως πέθανε η μητέρα του, σε ηλικία 45 χρόνων κι αυτό τον συνέτριψε. O Μπιζέ βασιζόταν εξαιρετικά στη γνώμη της για τις συνθέσεις του, και με το θάνατο της κλονίστηκε σοβαρά η αυτοπεποίθηση του. Τα χρήματα του βραβείου της Ρώμης τελείωσαν το 1862 και ο Μπιζέ αναγκάστηκε να δουλέψει, σε έναν εκδότη μουσικής. Συχνά δούλευε 16 ώρες την ημέρα για να είναι συνεπής με τα εκδοτικά χρονοδιαγράμματα τους. Του έμενε επομένως ελάχιστος χρόνος για τις δικές του συνθέσεις κι ό,τι έκανε δεν ανταποκρινόταν στο απαιτητικό κριτήριο του. Τα επόμενα έξι χρόνια, ό,τι άρχιζε να συνθέτει, σύντομα το εγκατέλειπε και το κατέστρεφε. Παρ’ όλα αυτά κάποια έργα διασώθηκαν. Η όπερα του, Les Pecheurs de Perles (Αλιείς Μαργαριταριών), είχε κάποια επιτυχία, αλλά οι κριτικές ήσαν δυσμενείς. Μόνο το έργο La Jolie Fille de Perth (Η Ωραία Κόρη τον Περθ), που πρωτοπαρουσιάστηκε το 1866, άρεσε και στους ακροατές και στους κριτικούς. Η ανάγκη για περισσότερα χρήματα, ώθησε τον Μπιζέ να συμμετέχει σε μουσκούς διαγωνισμούς – αλλά δεν κέρδισε ποτέ. Απογοητευμένος, άρχισε να πιστεύει ότι υπάρχει κάποια συνωμοσία εναντίον του έργου του. Έγραψε στον εκδότη του Σουντέν, το 1866: “Όλο και περισσότερη άρνηση και απογοήτευση με περιτριγυρίζει και δεν καταλαβαίνω γιατί.” Το γιατί λοιπόν: οι δύο λυρικές σκηνές της πόλης (η Όπερα των Παρισίων και η Opéra-Comique) είχαν συντηρητικά ρεπερτόρια, που περιόριζαν τις ευκαιρίες για νεαρά ταλέντα. Μετά τον Γαλλοπρωσικό Πόλεμο του 1870–71 όμως, ο Μπιζέ βρήκε περισσότερες ευκαιρίες για τα έργα του: η μονόπρακτη όπερά του Ντζαμιλέ έκανε πρεμιέρα στην Opéra-Comique τον Μάιο του 1872. Παρά την αποτυχία της, οδήγησε σε μία επιπλέον παραγγελία από τη συγκεκριμένη λυρική σκηνή, και μάλιστα αυτή τη φορά για μία μεγάλης διάρκειας όπερα, δεδομένου ότι οι Ανρί Μεϊλάκ και Λυντοβίκ Αλεβύ ήταν πρόθυμοι να αναλάβουν το λιμπρέτο. Ο Μπιζέ ενθουσιάστηκε με την απροσδόκητη ανάθεση από την Opéra-Comique και εξέφρασε στον φίλο του Ε.Γκαλαμπέρ την ικανοποίησή του για την «απόλυτη βεβαιότητα ότι έχω βρει τον δρόμο μου». Το θέμα της νέας όπερας συζητήθηκε μεταξύ του συνθέτη, των λιμπρετιστών και της διευθύνσεως της Opéra-Comique Ο Μπιζέ ήταν εκείνος που πρότεινε μία προσαρμογή της νουβέλας Κάρμεν του Μεριμέ. Η ιστορία του Μεριμέ περιέχει και στοιχεία ταξιδιωτικά και περιπέτειας, εμπνευσμένα από τα μεγάλα ταξίδια του συγγραφέα στην Ισπανία το 1830, και είχε πρωτοδημοσιευθεί το 1845 στο περιοδικό Revue des deux Mondes. Πιθανότατα έχει δεχθεί κάποιες επιρροές από το ποίημα του Πούσκιν «Οι Τσιγγάνοι» (1824), ένα έργο που ο Μεριμέ είχε μεταφράσει στη γαλλική. Κάπως έτσι γεννιέται η Κάρμεν του Μπιζέ.

Αλήθεια, τι απέγινε αυτό το κορίτσι που έχει πλέον βαρεθεί τον Χοσέ; Ο παιδικός έρωτας του Χοσέ, η Μικαέλα, έρχεται με έναν οδηγό, αναζητώντας τον Χοσέ και αποφασισμένη να τον αρπάξει από τα νύχια της Κάρμεν. Ακούγοντας όμως ένα πυροβολισμό κρύβεται φοβισμένη. Είναι ο Χοσέ, που έχει πυροβολήσει προς ένα παρείσακτο, ο οποίος αποδεικνύεται ότι είναι ο Εσκαμίγιο ο οποίος βέβαια γλιτώνει. Τι είχε γίνει? Η χαρά του Χοσέ που συναντά τον ταυρομάχο μετατρέπεται σε οργή όταν ο Εσκαμίγιο δηλώνει πως είναι ξεμυαλισμένος με την Κάρμεν. Οι δυο τους παλεύουν, αλλά τους διακόπτουν οι λαθρέμποροι που επιστρέφουν με κοπέλες. Καθώς ο Εσκαμίγιο αποχωρεί, τους προσκαλεί όλους στην επόμενη ταυρομαχία του στη Σεβίλλη. Οι άλλοι ανακαλύπτουν τη Μικαέλα. Στην αρχή ο Χοσέ δεν θέλει να φύγει μαζί της, παρά τη συμπεριφορά της Κάρμεν, ωστόσο αλλάζει γνώμη όταν η Μικαέλα του λέει ότι η μητέρα του πεθαίνει. Καθώς αναχωρεί υποσχόμενος πως θα επιστρέψει, ο Εσκαμίγιο ακούγεται στην απόσταση να τραγουδά το τραγούδι του ταυρομάχου.

Η αναζήτηση για τον πρώτο γυναικείο ρόλο άρχισε ήδη από το θέρος του 1873. Ο τύπος της εποχής ήθελε τη Zulma Bouffar, που ήταν ίσως η προτίμηση των Μεϊλάκ και Αλεβύ, καθώς είχε τραγουδήσει πρωταγωνιστικούς ρόλους σε πολλές από τις όπερες του `Οφενμπαχ, αλλά δεν ήταν αποδεκτή από τον Μπιζέ και απορρίφθηκε ως ακατάλληλη. Τον Σεπτέμβριο προσέγγισαν τη Marie Roze, γνωστή από προηγούμενους θριάμβους στην Opéra-Comique, την `Οπερα των Παρισίων και στο Λονδίνο. Αυτή αρνήθηκε τον ρόλο όταν έμαθε το φινάλε της ιστορίας. Ο ρόλος προσφέρθηκε τότε στη Σελεστίν Γκαλί-Μαρί, η οποία συμφώνησε με τον διευθυντή μετά από διαπραγματεύσεις αρκετών μηνών. Η Γκαλί-Μαρί, μία απαιτητική ερμηνεύτρια, θα αποδεικνυόταν ένας πιστός σύμμαχος του Μπιζέ, υποστηρίζοντας συχνά την αντίστασή του στις απαιτήσεις των διευθυντών για ελάφρυνση του έργου. Εκείνη την εποχή πιστευόταν ότι συνδεόταν και ερωτικά με τον συνθέτη κατά τους μήνες της πρόβας. Ο βασικός ρόλος τενόρου της όπερας, αυτός του Δον Χοσέ, δόθηκε στον Πωλ Λερί, ένα αναδυόμενο ταλέντο που είχε πρόσφατα εμφανισθεί σε έργα των Μασενέ and Ντελίμπ. Ο Jacques Bouhy, που συμφώνησε να υποδηθεί  τον Εσκαμίγιο, ήταν ένας νεαρός βαρύτονος γεννημένος στο Βέλγιο που είχε ήδη εμφανισθεί σε απαιτητικούς ρόλους, όπως του Μεφιστοφελή στον Φάουστ του Γκουνώ και του Φίγκαρο του Μότσαρτ. Η Marguerite Chapuy, που τραγούδησε τη Μικαέλα, ήταν στην αρχή μιας σύντομης σταδιοδρομίας που έληξε με τον γάμο της το 1876.

Η καρδιά του Μπιζέ ήταν αδύνατη. Η υγεία του ήταν επιρρεπής σε κρίσεις ρευματισμών που τον παρέλυαν και η σκληρή εργασία χειροτέρευε την κατάσταση του. Η μοναδική χαρά του ήταν η θερινή κατοικία που κληρονόμησε από τον πατέρα του το 1863 στο Λα Βεσινέ, ένα εξοχικό προάστιο του Παρισιού, ενώ αρχίζει και μια φλογερή σχέση με μια γειτόνισσα του, την Κόμισσα ντε Μορετόν ντε Σαμπριγιάν. Πρώην πόρνη και καλλιτέχνης του τσίρκου, λέγεται ότι αποτέλεσε το πρότυπο για τον κύριο χαρακτήρα της όπερας του, Κάρμεν. Το 1867 ο Μπιζέ ερωτεύτηκε τη Ζενεβιέβ Αλεβί, την 18χρονη κόρη του πρώην δασκάλου του, η αυτοπεποίθησή του, ωστόσο, υπέστη άλλο ένα πλήγμα, όταν η οικογένεια της διέλυσε τους αρραβώνες λίγες εβδομάδες μετά την πρόταση γάμου του Μπιζέ. Ο γάμος έγινε τελικά δύο χρόνια αργότερα, στις 3 Ιουνίου του 1869, ωστόσο η Ζενεβιέβ υπήρξε εξόχως καταπιεστική.
Μόχθησε πολύ για την όπερα Κάρμεν ο Μπιζέ, και πραγματικά μελέτησε κάθε χαρακτήρα. Πήγε πολύ πιο μακριά από την εποχή του.

Οι χαρακτήρες

Οι περισσότεροι από τους χαρακτήρες στην Κάρμεν — οι στρατιώτες, οι λαθρέμποροι, οι τσιγγάνες και οι δευτεραγωνιστές Μικαέλα και Εσκαμίγιο — είναι μάλλον οικείοι τύποι στην παράδοση της όπερα κομίκ. Αλλά οι δύο κύριοι ρόλοι, Χοσέ και Κάρμεν, είναι εκτός των ορίων του είδους. Η ίδια η Κάρμεν είναι ένας νέος τύπος οπερατικής ηρωίδας, που αντιπροσωπεύει ένα νέο είδος έρωτα, όχι τον αθώο της σχολής των «ακηλίδωτων σοπράνο», αλλά κάτι πολύ πιο ζωτικό και επικίνδυνο. Οι ιδιοτροπίες της, η αποκοτιά της και η αγάπη της για την ελευθερία, περιγράφονται όλα μουσικά. Επειδή οι πρόβες άρχισαν τον Οκτώβριο του 1874 και κράτησαν περισσότερο από το αναμενόμενο, η πρεμιέρα καθυστέρησε. Ορίσθηκε τελικά για τις 3 Μαρτίου 1875, την ημέρα που κατά σύμπτωση ανακοινώθηκε η ανάδειξη του Μπιζέ σε ιππότη της Λεγεώνος της Τιμής. Την παράσταση παρακολούθησαν πολλές από τις κυριότερες μορφές της μουσικής στο Παρίσι, όπως οι Μασενέ, Όφενμπαχ, Ντελίμπ και Γκουνώ. Κατά τη διάρκεια της πρεμιέρας μάλιστα ο τελευταίος ακούστηκε να παραπονείται ότι ο Μπιζέ είχε κλέψει τη μουσική της άριας της Μικαέλα στην τρίτη πράξη από αυτόν. Ο συνεργάτης του Μπιζέ, Αλεβύ έγραψε τις εντυπώσεις του από την πρεμιέρα σε γράμμα του προς φίλο: η πρώτη πράξη έγινε καλώς αποδεκτή από το κοινό, με χειροκρότημα για τις κύριες άριες. Το πρώτο μέρος της Β΄ πράξεως πήγε επίσης καλά, αλλά μετά το «Τραγούδι του ταυρομάχου» υπήρχε, «μία ψυχρότητα». Στην τρίτη πράξη μόνο η άρια της Μικαέλα χειροκροτήθηκε, καθώς το κοινό απομακρυνόταν συναισθηματικά όλο και περισσότερο από το έργο. Η τελευταία πράξη ήταν «μια παγωμάρα από την αρχή ως το τέλος».

Αλήθεια, τι είχε συμβεί στην τελευταία πράξη;
Οι Θουνίγκα, Φρασκίτα και Μερθέντες βρίσκονται μεταξύ του πλήθους που περιμένει την άφιξη των ταυρομάχων. Ο Εσκαμίγιο μπαίνει μαζί με την Κάρμεν και εκφράζουν τον αμοιβαίο τους έρωτα. Καθώς ο Εσκαμίγιο μπαίνει στην αρένα, η Φρασκίτα προειδοποιεί την Κάρμεν ότι ο Χοσέ είναι κοντά, αλλά η Κάρμεν είναι ατρόμητη και θέλει να του μιλήσει. Μόνη της, αντιμετωπίζει τον απελπισμένο Χοσέ. Ενώ εκείνος της ζητά μάταια να επιστρέψει κοντά του, ακούγονται ζητωκραυγές από την αρένα. Καθώς ο Χοσέ κάνει την τελευταία του ικεσία, η Κάρμεν πετάει κάτω περιφρονητικά το δαχτυλίδι που της είχε δώσει και επιχειρεί να μπει στην αρένα. Τότε εκείνος τη μαχαιρώνει και, καθώς ο Εσκαμίγιο επευφημείται από τα πλήθη, η Κάρμεν πεθαίνει. Ο Χοσέ γονατίζει και της τραγουδά “Ah! Carmen! ma Carmen adorée!”. Καθώς το πλήθος βγαίνει από την αρένα, ο Χοσέ ομολογεί ότι σκότωσε τη γυναίκα που αγαπούσε.
Ο γενικός τόνος των κριτικών στις εφημερίδες της επόμενης ημέρας κυμαινόταν από την απογοήτευση μέχρι την κατακραυγή. Οι συντηρητικότεροι κριτικοί παραπονέθηκαν για «βαγκνερισμό» και καθυπόταξη της ανθρώπινης φωνής στον «θόρυβο» της ορχήστρας. Υπήρχε ταραχή επειδή η ηρωίδα ήταν μια ανήθικη πλανεύτρα αντί μια ενάρετη γυναίκα. Η ερμηνεία του ρόλου από την Γκαλί-Μαρί περιγράφηκε από έναν κριτικό ως «η ίδια η ενσάρκωσις της φαυλότητος». Ο Λεόν Εσκυντιέ στο L’Art Musical απεκάλεσε τη μουσική της όπερας «βαρετή και θολή». Φάνηκε ότι ο Μπιζέ γενικώς είχε αποτύχει να ικανοποιήσει τις προσδοκίες, τόσο όσων περίμεναν (με δεδομένο το παρελθόν των Αλεβύ και Μεϊλάκ) κάτι στο καλούπι του `Οφενμπαχ, όσο και κριτικών όπως ο Αντόλφ Ζυλιέν, που περίμενε ένα βαγκνερικό μουσικό δράμα. Ανάμεσα στους λίγους θετικούς κριτικούς ήταν ο ποιητής Τεοντόρ ντε Μπανβίλ: γράφοντας στον Le National, επεκρότησε την παρουσίαση ενός δράματος με αληθινούς άνδρες και γυναίκες αντί των συνηθισμένων «μαριονετών» της Opéra-Comique.

Ο Μπιζέ, ο οποίος δεν είχε επισκεφθεί την Ισπανία ποτέ στη ζωή του, αναζήτησε το κατάλληλο υλικό στην εθνική ισπανική μουσική για να δώσει μία αυθεντική ισπανική γεύση στη μουσική του. Η «Χαμπανέρα» βασίζεται σε ένα χορευτικό τραγούδι, το «El Arreglito», του Ισπανοαμερικανού συνθέτη (βασκικής καταγωγής) Σεμπαστιάν Ιραντιέρ (1809–65). Επίσης, χρησιμοποίησε ένα γνήσιο δημοτικό ισπανικό τραγούδι για το “Coupe-moi, brûle-moi” της Κάρμεν, ενώ άλλα μέρη της μουσικής, όπως η Seguidilla, χρησιμοποιούν τους ρυθμούς και την ενορχήστρωση που συνδέονται με το φλαμένκο.

Το πρωί της 3ης Ιουνίου, την ημέρα μετά την τριακοστή τρίτη παράσταση της Κάρμεν και ανήμερα της επετείου του γάμου του, ο Μπιζέ πέθανε αιφνίδια από ανακοπή σε ηλικία 36 ετών. Η παράσταση εκείνης της βραδιάς ματαιώθηκε. Η τραγικότητα του γεγονότος επέφερε μία προσωρινή αύξηση του ενδιαφέροντος του κοινού μέχρι τη λήξη της περιόδου. Ο Du Locle ξανανέβασε την Κάρμεν τον Νοέμβριο του 1875, με την αρχική διανομή ρόλων, για άλλες 12 παραστάσεις μέχρι τις 15 Φεβρουαρίου 1876. Ανάμεσα σε αυτούς που παρακολούθησαν μία από αυτές τις πρόσθετες παραστάσεις ήταν και ο Τσαϊκόφσκι, ο οποίος έγραψε στην ευεργέτιδά του Ναντέζντα φον Μεκ: «Η Κάρμεν είναι ένα αριστούργημα με κάθε έννοια της λέξης… μία από αυτές τις σπάνιες δημιουργίες που εκφράζουν τις προσπάθειες μιας ολόκληρης μουσικής εποχής». Πάντως, το Παρίσι δεν ξαναγνώρισε ανέβασμα της όπερας αυτής μέχρι το 1883…

«Η όπερα των οπερών»

Ο Nietzsche που την είχε δει είκοσι φορές την απεκάλεσε «όπερα των οπερών». Στην Βιέννη την είδαν ο Liszt και ο Wagner. Ο δε Brahms που και αυτός την είχε δει είκοσι συνεχόμενες φορές είχε δηλώσει ότι θα πήγαινε μέχρι και τα πέρατα του κόσμου για να αγκαλιάσει τον Bizet.Ο Bismarck που την είχε δει είκοσι επτά φορές δεν μπορούσε να την αποχωριστεί. Επίσης ο Hugo Wolf, o Charles Villiers Stanford, ο Frederic Delius, o Ferruccio Busoni, ο Giacomo Puccini, ο Igor Stravinsky και ο Σοστακόβιτς συγκαταλέγονται ανάμεσα στους συνθέτες που εξέφρασαν τον θαυμασμό τους για την Κάρμεν. Παρά ταύτα η αρνητική αντιμετώπιση της όπερας από συντηρητικούς κύκλους εξακολούθησε και κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Παρά την όποια αρνητική αντιμετώπιση η όπερα Κάρμεν ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο, μεταφράστηκε σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές γλώσσες, αλλά και σε άλλες, όπως Ιαπωνικά, Κινέζικα και Εβραϊκά. Κατάφερε να θεωρείται ως η πλέον επιτυχημένη όπερα στην ιστορία της μουσικής απαριθμώντας μέχρι το 1938, στα εκατοντάχρονα από την γέννηση του Bizet, 2.000 παραστάσεις μόνο στη Γαλλία, καθιστώντας την εθνικό σύμβολο! https://www.dailythess.gr/karmen-otan-ekane-premiera-opera-ton-operon/Κάρμεν: Όταν έκανε πρεμιέρα η «όπερα των οπερών»

ΑΚΟΥΣΤΕ /ΔΕΙΤΕ!

Την παράσταση CARMEN σε σκηνοθεσία Antonio Gades και Carlos Saura, από το Teatro Real de Madrid, 2011

Τη Maria Callas, αξεπέραστη Carmen!

Ένα κολάζ με τα πιο γνωστά λιμπρέτα της όπερας:

Την όπερα σε σκηνοθεσία Franco Zeffirelli

  • https://www.youtube.com/watch?v=9WFRJoRjFYY
    Η γνωστή όπερα του Ζωρζ Μπιζέ παρουσιασμένη στην αρένα της Βερόνα σε σκηνοθεσία Φράνκο Τζεφιρέλι. Με ελληνικούς υπότιτλους!
  • Την ταινία “CARMEN LA DE TRIANA” του Florián Rey (1938)

Αποσπάσματα από την ταινία “Carmen” του Vicente Aranda

  • https://www.youtube.com/watch?v=2g1Z77vuEhw
    Με τους Paz Vega & Leonardo Sbaraglia. Μουσική επένδυση από ηχογράφηση του 1977 με τους Berganza & Domingo, σε μουσική διεύθυνση Claudio Abbado.