Κατηγορίες
Drama as an Educational Tool

Drama as an Educational Tool, Σημειώσεις Θεωρίας

Από το βιβλίο των Patrice Baldwin και Rob JohnInspiring writing through drama – creative approaches to teaching ages 7-16-Continuum International Pub. Group (2012)

Αντιγράφοντας ένα απόσπασμα, εστιάζουμε στα παρακάτω ενδιαφέροντα:

«Το σχολείο διαρκώς προσπαθεί να βελτιώσει την δεξιότητα της γραφής που είναι απαραίτητη για να μπορεί το άτομο, σε όλη τη διάρκεια της ζωής του να εξυπηρετηθεί σε σχέση με μια τεράστια ποικιλία περιστάσεων. Ένα παιδί που δεν ξέρει να γράφει καλά, θα αγωνίζεται σε όλη του τη ζωή, συναισθηματικά και πρακτικά, και θα μειονεκτεί σε σχέση με τις επαγγελματικές ευκαιρίες.
Οι τρόποι γραφής έχουν αλλάξει και θα συνεχίσουν να αλλάζουν. Ιστότοποι κοινωνικής δικτύωσης, κινητά και μέσα ενημέρωσης οδηγούν μια γενιά παιδιών και νέων ενηλίκων στο να γράφουν συχνά αλλά πιο σύντομα και πολλαπλά μηνύματα (τα πιο πολλά σε οθόνες), ενώ η ανάγκη για παρατεταμένη συγκέντρωση και μεγαλύτερα κείμενα φαίνονται λιγότερο πρακτικά.
Τα παιδιά ζουν σε έναν κόσμο από οθόνες, μικρά σύντομα κείμενα και ήχους και φαίνεται να έχουν λιγότερη εμπειρία, λιγότερο ανεπτυγμένες δεξιότητες συνεχούς συγκέντρωσης της προσοχής και αφήγησης, καθώς διαχειρίζονται πολλές εικόνες και έχουν λιγότερη ανάγκη να φανταστούν και να «γεμίσουν τα κενά».
Αυτό που λέει η Βρεταννίδα νευροεπιστήμονας Susan Greenfield για τα μυθιστορήματα και το Ίντερνετ, θα μπορούσαν εξίσου να εφαρμοστούν στο δράμα:
«Ένα μυθιστόρημα είναι μια αφήγηση με μια αρχή, ένα μέσο και ένα τέλος και σας μεταφέρει σε κάτι. Ενώ στο Ίντερνετ, απλώς «πηδάς» μέσα σε αυτό και φεύγεις όποτε θελήσεις. Δεν υπάρχει φανερή αφηγηματική γραμμή. . . Στα μυθιστορήματα έχετε τους χαρακτήρες και είναι πολύ πραγματικοί, αλλά δεν ξέρετε με τι μοιάζουν, δεν ξέρετε πώς φαίνεται το πρόσωπό τους, πιθανότατα δεν θα είστε σε θέση να τα ζωγραφίσετε – όμως είναι πολύ αληθινά.» (Dreyfus, Ιούνιος 2000)
Από την άλλη μεριά, οι δικτυακοί τόποι μας προσφέρουν την ευκαιρία να παρουσιάσουμε τον εαυτό μας, την εικόνα μας, τον τρόπο ζωής και /ή τις επαγγελματικές μας δραστηριότητες σε απευθείας σύνδεση (συχνά περιορίζοντας τον αριθμό των λέξεων ή χαρακτήρων), σε ένα άγνωστο και δυνητικά μεγάλο ακροατήριο. Πολλά παιδιά που γράφουν online θεωρούν την κοινωνική δικτύωση ως έναν τρόπο να επεκτείνουν και να μεγεθύνουν τις παρέες τους με έναν σχεδόν ανταγωνιστικό τρόπο. Εντός ημερών (ή ακόμη και ωρών) τα παιδιά μπορούν να αποκτήσουν δεκάδες σκιώδεις φίλους με τους οποίους έχουν λίγη ή καθόλου διαπροσωπική επαφή. Οι κοινωνικές ανάγκες τους καλύπτονται εν μέρει μέσω δυναμικών και γρήγορων τρόπων γραφής που δεν είναι σύμφωνοι με το ευρύτερο φάσμα δεξιοτήτων και εφαρμογών που χρειάζονται για να εξελιχθούν και να καταστούν ικανοί και ενθουσιώδεις συγγραφείς σε άλλα περιβάλλοντα πραγματικής ζωής (συμπεριλαμβανομένου του χώρου εργασίας).
Δεν γράφουμε επιστολές και κάρτες σε φίλους και συγγενείς τόσο συχνά σήμερα, προτιμώντας τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή τα τηλεφωνήματα και οι προσωπικές μορφές γραφής είναι λιγότερο συχνές και λιγότερο καλλιεργημένες. Οι τρόποι γραφής μεταβάλλονται με την πάροδο του χρόνου αλλά η ανάγκη τα άτομα να είναι σε θέση να γράφουν κατάλληλα (και μερικές φορές προσεκτικά) για διαφορετικούς σκοπούς όπως και το αναγνωστικό κοινό παραμένουν.
Το διαδίκτυο έχει οδηγήσει επίσης πολλούς από εμάς (συμπεριλαμβανομένων των παιδιών και των νέων) να γίνουμε δημόσια πρόσωπα ως συγγραφείς. Γράφουμε εύκολα σε ιστολόγια και ιστοτόπους κοινωνικής δικτύωσης και είναι πιο πιθανό να κριθούν οι συγγραφικές μας ικανότητες από άλλους (συχνά χωρίς να γνωρίζουμε ποιος είδε αυτό που γράψαμε). Όλοι βρισκόμαστε σε καταστάσεις όπου η πρώτη κρίση που γίνεται για εμάς από άλλους, βασίζεται σε κάτι που έχουμε γράψει, για παράδειγμα, σ’ένα blog, ένα μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, μια αίτηση εργασίας, ένα κείμενο ή μια επιστολή καταγγελίας. Ο καθένας, του οποίου η γραφή (με οποιονδήποτε τρόπο) διαβάζεται από ένα ακροατήριο που αναμένεται και είναι πιθανό να απαντήσει με κάποιο τρόπο, είναι συγγραφέας. Γράφουμε κυρίως για απάντηση, οπότε πρέπει να βοηθήσουμε τα παιδιά να γίνουν προσεκτικά σχετικά με το τι γράφουν απευθυνόμενα σ’ ένα ακροατήριο, προκειμένου να τα προστατεύσουμε.Τρόποι γραφής θα συνεχίσουν ν’ αναπτύσσονται και ν’ αλλάζουν και τα παιδιά θα πρέπει να προσαρμόζονται συνεχώς ως συγγραφείς.
Σ’ αυτόν τον ανταγωνιστικό κόσμο,τον έτοιμο ν’ ασκήσει κριτική, η γραφή μας επίσης κρίνεται και συγκρίνεται με των άλλων. Έχει σημασία για εμάς, προσωπικά και επαγγελματικά, η γνώση ότι μπορούμε (και όντως μπορούμε!) να γράψουμε τουλάχιστον όσο και οι περισσότεροι άλλοι. Εάν όμως υποβάλουμε αίτηση για δουλειά και η επιστολή δεν είναι σωστά γραμμένη, βάζουμε σε μειονεκτική θέση τον εαυτό μας, σαν να δημιουργήσαμε ένα επαγγελματικό ιστολόγιο και να βάλαμε ακατάλληλο περιεχόμενο.
Η γραφή μπορεί να ζήσει μέσω των αναγνωστών της και να παραμείνει για τις επόμενες γενιές. Επιπλέον, τα περισσότερα είδη γραφής έχουν κάποια μορφή δημιουργικότητας ή είναι μια μορφή τέχνης. Σε προσωπικό επίπεδο, το γράψιμο (όπως και το δράμα) είναι ένα σημαντικό μέσο για την καταγραφή, ανταλλαγή και επικοινωνία των σκέψεων και των συναισθημάτων μας για τους ανθρώπους, τις περιστάσεις και τα γεγονότα που έχουν σημασία για εμάς και για άλλους, ενώ παράλληλα, όταν γράφουμε, πέρα ​​από το καθαρά λειτουργικό κομμάτι, συχνά αποκαλύπτουμε τον εαυτό μας. Το πώς γίνεται αποδεκτή η γραφή μας από τους άλλους έχει σημασία και μπορεί να επηρεάσει την αυτοεκτίμηση και τα συναισθήματά μας.

Πριν γράψουμε, πρέπει να σκεφτούμε και αντιστρόφως, η ενασχόλησή μας με το γράψιμο, το δικό μας και των άλλων ανθρώπων, μας βοηθά να διευκρινίσουμε και να εμβαθύνουμε τη σκέψη μας, καθώς διαφορετικοί τύποι γραφής απαιτούν διαφορετικούς τύπους σκέψης και βοηθούν να τους αναπτύξουμε. Εάν γράφουμε έναν κατάλογο αγορών, για παράδειγμα, χρησιμοποιούμε λογική συλλογιστική, πληροφορίες παραγγελιών, κάνουμε ομαδοποιήσεις, εντοπίζουμε προτεραιότητες και ακολουθίες. Αν γράφουμε ένα ποίημα, από την άλλη πλευρά, μπορεί να εμπλακούμε σε δημιουργική και κριτική σκέψη, επιλέγοντας, συνθέτοντας, αξιολογώντας, αναθεωρώντας. Η πρώτη δραστηριότητα μπορεί να εξυπηρετεί πρακτικούς στόχους και η δεύτερη μπορεί να είναι αισθητικά ευχάριστη και να μας απασχολεί συναισθηματικά. Και οι δύο είναι σκόπιμες στο δικό τους πλαίσιο και οι δύο τύποι γραφής είναι σημαντικοί ταυτόχρονα, αν και η λίστα με τα ψώνια θα ξεχαστεί στο μέλλον, ενώ το ποίημα όχι, έτσι όπως θα είμαστε συναισθηματικά δεσμευμένοι με αυτό.
Με τα σημερινά δεδομένα, τα εργαλεία επεξεργασίας κειμένου έχουν αλλάξει τον τρόπο που γράφουμε, γνωρίζοντας ότι η επεξεργασία γίνεται πιο εύκολα και άμεσα. Μπορούμε να ελέγξουμε την ορθογραφία και να κάνουμε εύκολα αλλαγές σε οποιοδήποτε σημείο της διαδικασίας γραφής. Μπορούμε να  πειραματιστούμε με το γράψιμο και να αποθηκεύσουμε διαφορετικές εκδοχές του γραπτού μας, γεγονός που μας βοηθά μερικές φορές ν’ αποφύγουμε το πρόχειρο γράψιμο που γίνεται στο χαρτί. Γραμματικά λάθη συνήθως διορθώνονται ηλεκτρονικά κι αυτό σημαίνει ότι μπορεί να είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε τεχνικές πτυχές της γραφής χωρίς απαραίτητα να κατανοούμε τι κάνουμε λάθος. Η επεξεργασία του λόγου στον υπολογιστή όμως είναι μόνο ένα εργαλείο, και δεν υποκαθιστά έναν/μία δάσκαλο/α που μπορεί να ακούει, να εξηγεί και να προκαλεί με ευαισθησία κατά τη διαδικασία συγγραφής
».

Τι δεξιότητες κι εμπειρίες χρειαζόμαστε προκειμένου
να γίνουμε αποτελεσματικοί συγγραφείς;

Για την Patrice Baldwin, ο ακρογωνιαίος λίθος του γλωσσικού γραμματισμού είναι η ομιλία και η ακρόαση. Σημειώνει ότι τα παιδιά, πριν να είναι ικανά να διαβάζουν και να γράφουν, χρειάζεται να είναι ικανά να μιλούν και να ακούν τους άλλους με τρόπο υπεύθυνο και ενεργητικό, δεν έχουν όμως όλα το ίδιο υπόβαθρο που θα τους επιτρέψει να είναι επαρκή στη γλωσσική επικοινωνία, καθώς το περιβάλλον τους μπορεί να είναι πολύ φτωχό σε ερεθίσματα. Από την άλλη μεριά, συνήθως το σχολείο δίνει μεγαλύτερη έμφαση στη γραφή και στην ανάγνωση παρά στον προφορικό λόγο και στη σημασία της ακρόασης, θεωρώντας ότι τα παιδιά με αυτόματο, «φυσικό» τρόπο θα έχουν αφομοιώσει την προφορικότητα του λόγου μέσα από την καθημερινή τους έκθεση σε αυτόν. Όλα τα παιδιά όμως θα ωφεληθούν από ένα περιβάλλον υπεύθυνης κι ενεργητικής ακρόασης, εφόσον τους δοθεί η ευκαιρία να δοκιμαστούν σε διάφορες περιστάσεις επικοινωνίας –το Δράμα μπορεί εδώ να προσφέρει εργαλεία και τεχνικές για να ενδυναμώσει η ικανότητα εκφοράς προφορικού λόγου.
Τα παιδιά γρήγορα αντιλαμβάνονται ότι ο γραπτός λόγος είναι κάτι σημαντικό στο οποίο πρέπει να δώσουν πολύ μεγάλη προσοχή. Ίσως έχουν εμπειρία ανάγνωσης στο σπίτι τους, ακούγοντας ιστορίες και παραμύθια από τους κηδεμόνες τους, βλέποντάς τους να διαβάζουν εφημερίδα ή βιβλία και η περιέργειά τους –σχεδόν σίγουρα- θα τα έχει ωθήσει να μιμηθούν τέτοιες συμπεριφορές, υιοθετώντας έναν σχετικό «ρόλο».

Υπάρχει όμως κι ένα άλλο σημαντικό στοιχείο που η Baldwin διαπιστώνει ως ανασταλτικό για τη διαδικασία διαμόρφωσης ενός συνειδητού γλωσσικού υποκειμένου. Πολύ συχνά τα παιδιά καλούνται να διαπραγματευθούν –και μάλιστα, ακόμη και σε εξετάσεις- θέματα για τα οποία δεν έχουν επαρκή γνώση ή δεν εμπίπτουν στα ενδιαφέροντά τους, τις εμπειρίες, τα όσα τους απασχολούν και ονειρεύονται. Σίγουρα η φαντασία καθενός/καθεμιάς θα κλείσει κάποιο κενό, όμως, με τρόπο οργανωμένο και μεθοδικό, το εκπαιδευτικό Δράμα θα βοηθήσει κι εδώ πολλαπλά, μέσα από παιχνίδια ρόλων, για παράδειγμα, που αφορμούνται από τα υπό διαπραγμάτευση ζητήματα. Μέσα από τον δραματικό διάλογο, το παιδί μπορεί να αποκτήσει κίνητρο, να πάρει πληροφορίες, να διευκρινίσει, ν’ αναπτύξει επιχειρήματα, να δοκιμάσει στην πράξη το περιεχόμενο της σκέψης του, να δει τι επίδραση ασκεί στους άλλους, ώστε να μπορέσει να επιλέξει το κατάλληλο υλικό και να προχωρήσει στη συγγραφή.

Η συγγραφέας παρέχει εδώ έναν σημαντικό πίνακα που παρουσιάζει με απλό τρόπο τις δεξιότητες για τη γραφή, χρήσιμο και ως εργαλείο για την οργάνωση της γλωσσικής διδασκαλίας γενικότερα, ανεξαρτήτως γνωστικού αντικειμένου:
– Τι θέλω πραγματικά να πω σ’ αυτό το γραπτό κείμενο; (περιεχόμενο)
– Σε ποιον θέλω να το πω; (κοινό)
– Ποιο θέλω να είναι το αποτέλεσμα; (σκοπός)
– Πώς πρέπει να οργανώσω αυτό το γράψιμο; (οργάνωση)
– Ποιες είναι οι καλύτερες λέξεις που πρέπει να χρησιμοποιήσετε; (λεξιλόγιο)
– Είναι σωστή η γραμματική και η στίξη; (γραμματική και στίξη)
– Εκπλήρωσε το σκοπό του; (εκτίμηση)

Τα παιδιά χρειάζονται πρόσβαση σε καλά παραδείγματα και διάφορα είδη γραπτού λόγου, ώστε να αποκτήσουν την εξοικείωση που θα τους επιτρέψει να γράφουν καλά. Το Δράμα μπορεί κι εδώ να είναι ένα μέσον με το οποίο ποικίλοι τύποι γραφής μπορούν να εισαχθούν μέσα σε ένα συναρπαστικό πλαίσιο, ώστε τα παιδιά να εμπλακούν συναισθηματικά και κοινωνικά με τη συνθήκη της γραπτής επικοινωνίας. Πολλών παιδιών οι δεξιότητες γραφής μπορούν να υποβοηθηθούν, αξίζει όμως να σημειωθεί ότι είναι οι πιο αδύναμοι/ες μαθητές/τριες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που ανήκουν στο φάσμα του αυτισμού, που θα ωφεληθούν, καθώς αντιμετωπίζουν σοβαρές δυσκολίες να σκεφτούν ή φανταστούν κάτι που δεν το έχουν –κυριολεκτικά- ζήσει. Δοκιμάζοντας ρόλους μέσα σε θεατρικά παιχνίδια, μπορούν ευκολότερα να σκεφτούν περισσότερες ιδέες, εμπλουτίζοντας το περιεχόμενο, αλλά και να προσέξουν το γλωσσικό πλαίσιο και είδος που καλούνται να επεξεργαστούν, να βρουν το κατάλληλο λεξιλόγιο, τη σύνταξη, το ύφος που πρέπει να έχουν και στον γραπτό λόγο τους. Δεν υποστηρίζει η Baldwin ότι το Δράμα μπορεί να υποκαταστήσει την τυπική διδασκαλία των τεχνικών του γραπτού λόγου, μπορεί όμως να βοηθήσει στην προετοιμασία και να δώσει την αυτοπεποίθηση που χρειάζεται η συγγραφή ενός κειμένου. Καθώς η γραφή είναι μια κατευθυνόμενη διαδικασία προς ένα συγκεκριμένο κοινό, το Δράμα γίνεται το πλαίσιο για να ακουστεί ο λόγος, να διαβαστεί και να γίνει κατανοητός, εμπλέκει συναισθηματικά το άτομο που γράφει με αυτούς/ές που θα διαβάσουν το κείμενό του, ενώ, σε επίπεδο μιας ολόκληρης τάξης, οι ρόλοι εναλλάσσονται ανάμεσα στους/στις συγγραφείς και τους ακροατές-θεατές, καθώς όλοι/ες συμμετέχουν. Αναπαριστώντας καταστάσεις επικοινωνίας, θέτοντας προβλήματα για σκέψη και αναζητώντας με τις τεχνικές του δράματος τρόπους λύσης, μαθαίνουν τα παιδιά να σκέφτονται μέσα από αυτούς τους δύο αυτούς ρόλους –συγγραφέα και αναγνώστη/τριας- αναπτύσσοντας την «περιέργεια του συγγραφέα». Ο/η εκπαιδευτικός έχει εδώ ρόλο καθοδηγητικό, διευκολυντικό ή γίνεται το μοντέλο που διεκπεραιώνει ένα γλωσσικό «καθήκον» καλώντας το μαθητικό κοινό να τον/την βοηθήσει στο ρόλο του/της στη διδακτική πράξη. Με απλά λόγια, είναι ένας/μία ακόμη ανάμεσα στους ρόλους και τις φωνές που συναποτελούν ένα παιχνίδι εκπαιδευτικού δράματος.

«Οι συγγραφείς αρχίζουν να αναπτύσσουν μια εσωτερική φωνή που μπορούν σχεδόν να την ακούνε και που τους δίνει μια αίσθηση του πώς η γραφή διαβάζεται και ακούγεται σε ένα ακροατήριο. Η γραφή αναζητά μια εσωτερική σύνδεση του/της συγγραφέα και του/της αναγνώστη/τριας. Μέσα από το δράμα, η γραφή μπορεί να ζωντανέψει και να αποκτήσει εξωτερική φωνή ή φωνές. Το γράψιμο μπορεί να προκαλέσει συναισθηματικές και γνωστικές αντιδράσεις μέσα από το δράμα και μπορεί επίσης αποκτήσει μια αισθητική μορφή που προέρχεται από το λόγο αλλά πηγαίνει πέρα από αυτόν όσον αφορά στην κατανόηση του νοήματος».

Σ’ ένα εκπαιδευτικό σύστημα που βασίζεται στην αξιολόγηση και προβλέπει ελάχιστη διαφοροποίηση στη διδασκαλία για να καλύψει διαφορετικές μαθησιακές ανάγκες, συχνά τα παιδιά κάνουν μικρή πρόοδο στο γράψιμο και νιώθουν απογοήτευση και φόβο απέναντι στις απαιτήσεις του γραπτού λόγου. Όταν όμως δίνεται η ευκαιρία να δουλέψουν σε ομάδες μέσα στις οποίες νιώθουν ασφαλή, με τις τεχνικές του Δράματος που είναι μια κοινωνική δραστηριότητα μπορούν να παράγουν κείμενα με συνεργατικό τρόπο, μαθαίνοντας να αλληλεπιδρούν και ν’ αναζητούν λύσεις σε προβλήματα για να πετύχουν έναν κοινό στόχο. Το Δράμα γίνεται έτσι ένα υποστηρικτικό και συνεργατικό φόρουμ για τη συγγραφή που δίνει την ευκαιρία στα παιδιά να συνεισφέρουν μεμονωμένα στο δικό τους επίπεδο, για να έχει επιτυχία το έργο της ομάδας.

Πώς μπορεί να μας βοηθήσει το Δράμα ως συγγραφείς;

Γνωρίζουμε ότι το Δράμα είναι:
– ιδιαίτερα ενθαρρυντικό και ευχάριστο
– τονωτικό και καινοτόμο
– κοινωνικό και συνεργατικό
– φυσικό και κιναισθητικό
– συναισθηματικό και με ενσυναίσθηση
– προσωπικά προκλητικό
– κάποιες φορές, συναρπαστικά επικίνδυνο
– διαφορετικό από άλλα μαθήματα (καινοτομία)
– συμπεριληπτικό και υποστηρικτικό
– λεκτικό και μη λεκτικό
Κύρια χαρακτηριστικά που επιτρέπουν στον Δράμα να λειτουργήσει ευεργητικά στο γραπτό λόγο θεωρούνται από την Baldwin τα εξής:
– η παρουσία της έντασης
– ο βαθμός εμπλοκής
– ο χρόνος για επώαση (νέων ιδεών, υλικού κλπ)
– μια ισχυρή αίσθηση ενότητας και κοινού στόχου

Στον παρακάτω πίνακα, η Baldwin συγκεντρώνει μερικά συνηθισμένα προβλήματα που σχετίζονται με το γραπτό λόγο και προτείνει τρόπους με τους οποίους το Δράμα βοηθά να ξεπεραστούν:

Προβλήματα μπορεί να προκύψουν όταν τα παιδιά… Με το εκπαιδευτικό Δράμα, αυτό μπορεί να αντιμετωπιστεί…
Δεν έχουν αρκετές ιδέες ή εμπιστοσύνη για να ξεκινήσουν Υποστηρίζοντας την παραγωγή ιδεών συνεργατικά, ιδεών που διαμοιράζονται και ανήκουν στην ομάδα
Αρχίζουν να γράφουν αλλά σύντομα εξαντλούνται οι ιδέες Παρέχοντας μια νέα εστίαση ή εμβαθύνοντας σε μια τρέχουσα εστίαση, δηλαδή, υποστηρίζοντας το ενδιαφέρον και την φαντασία των παιδιών που εμπνέει και το γράψιμο
Χρειάζονται υποστήριξη και ενθάρρυνση την ώρα που γράφουν Ενεργοποιώντας το συνεργατικό γράψιμο, με τα παιδιά να υποστηρίζουν το ένα το άλλο για να ολοκληρώσουν μια άσκηση γραφής
Βλέπουν τον εαυτό τους ως αποτυχημένο και το γράψιμο τους είναι αδιάφορο Κάνοντας την ευθύνη συλλογική, οπότε κανένα παιδί μεμονωμένα δεν βλέπει την προσωπική αποτυχία (ιδιαίτερα όταν έχει αποστασιοποιηθεί μέσω ενός ρόλου)
Αποκτούν εμμονή με τα τεχνικά χαρακτηριστικά σε βάρος του περιεχομένου Δουλεύοντας συνεργατικά σε όλα τα επίπεδα, έτσι ώστε να προχωρά όλη η ομάδα, αποφεύγοντας τα προσωπικά «κολλήματα»
Παράγουν βιαστικά ένα γραπτό κείμενο, με έμφαση στο περιεχόμενο και καμία προσοχή (στην προετοιμασία, κατά τη διάρκεια της συγγραφής και μετά από αυτή) για τη δομή, τη γραμματική, τη στίξη / είναι απρόθυμα να επεξεργαστούν και να διορθώσουν τα λάθη τους Επιτρέποντας τη ροή των ιδεών από όλους κι αφήνοντας την επεξεργασία να γίνει αργότερα
Αποφεύγουν να πειραματιστούν ως συγγραφείς, από φόβο για το λάθος Ενθαρρύνοντας την ανάληψη ρίσκων μέσα σ’ ένα σενάριο δράματος
Βασίζονται πολύ στις ιδέες άλλων Επιτρέποντας το μοίρασμα των ιδεών από  ομάδες διαφορετικού μεγέθους, αλλά και αξιοποιώντας το ατομικό γράψιμο, όπου χρειάζεται
Εστιάζουν στην εμφάνιση και όχι στο περιεχόμενο Καλώντας σε εμβάθυνση στο περιεχόμενο, προκειμένου να προχωρήσει το «σενάριο»
Έχουν να διαπραγματευθούν θέματα για τα οποία δεν είναι καλά προετοιμασμένα ή δεν εμπίπτουν στα ενδιαφέροντα και τις ικανότητές τους Δίνοντας την ευκαιρία να δουλέψουν τα παιδιά στο δικό τους επίπεδο, την ίδια ώρα που συμβάλλουν σ’ ένα κοινό, κατευθυνόμενο γράψιμο
Δυσκολεύονται να καθίσουν ήσυχα στο θρανίο τους και να εργαστούν για μεγάλο διάστημα Επιτρέποντας ενεργητικές συμπεριφορές (οπτικά, ακουστικά, κιναισθητικά) αλλά προβλέποντας και χρόνο για ανταπόκριση και για ησυχία
Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι ΘτΚ3-642x1024.jpg
ΕΝΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ
Το θέατρο Forum [Θέατρο του Καταπιεσμένου]
ως τεχνική της δραματικής τέχνης στην εκπαίδευση,
για τη διαχείριση του σχολικού εκφοβισμού και της βίας
«Μπορεί το θέατρο να μην είναι επαναστατικό αλλά οι μορφές του είναι σίγουρα μια πρόβα της επανάστασης» Augusto Boal

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η σχολική βία είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο, ένα φαινόμενο που απασχολεί όλες τις κοινωνίες και τους πολιτισμούς, ένα που μπορεί να αποτελέσει μεγάλο εμπόδιο έως και βλάβη τόσο στη διαδικασία της μάθησης όσο και στη ψυχική υγεία των παιδιών. Μία μορφή επιθετικής συμπεριφοράς είναι και ο εκφοβισμός (Olweus, 1993:114). Αυτό που διαφοροποιεί την συγκεκριμένη μορφή από τις άλλες, κυρίως ως προς τον «πόνο» που προκαλεί, είναι ότι εμπερικλείει και το στοιχείο της εξουσίας. Δηλαδή, το άτομο που αποτελεί το θύμα δεν είναι σε θέση να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Η σχολική βία αποτελεί ένα διαχρονικό φαινόμενο, το οποίο όλο και περισσότερο απασχολεί τους ερευνητές παγκοσμίως. Αυτό ίσως να οφείλεται και στο γεγονός ότι η σχολική βία οφείλεται σε πολλούς παράγοντες, περιέχει πολλές μορφές και είδη και περιλαμβάνει πολλά άτομα. Έτσι λοιπόν, το σχολείο, το οποίο αποτελεί μια από τις σημαντικότερες εκφάνσεις της ανθρώπινης κοινωνίας, καλείται σε συνεργασία με τον εκπαιδευτικό, να αναδείξουν το συγκεκριμένο φαινόμενο αλλά και τους τρόπους καταπολέμησή του. Εδώ, πρέπει να προστεθεί και το ερώτημα κατά πόσο δύναται η δραματική τέχνη και ειδικότερα μια μορφή της το Θέατρο Forum να επιδράσει στην πρόληψη, στην εξασθένιση ή ακόμα και την καταπολέμηση του φαινομένου και μέσω της βιωματικής ταύτισης να οδηγήσει στην επούλωση τυχόν τραυματικών εμπειριών και την ενδυνάμωση του ψυχισμού των παιδιών. Το Θέατρο Forum, το οποίο εμπνεύστηκε ο θεατροπαιδαγωγός Augusto Boal αναπτύχθηκε στην Λατινική Αμερική σαν ένα μέσο επίλυσης δυσβάσταχτων προβλημάτων της καθημερινής ζωής των κατοίκων, όπως αυτό του αναλφαβητισμού. Ο Boal δημιούργησε ένα σχήμα όπου «ο καταπιεσμένος γίνεται καλλιτέχνης» και οι εμπειρίες των συμμετεχόντων δραματοποιούνται με επίκεντρο μια μορφή καταπίεσης ή ένα πρόβλημα. Το Θέατρο Forum προσφέρει στα άτομα την ευκαιρία να εκφραστούν μέσω προσωπικών βιωμάτων, να απελευθερωθούν και μέσα από την αλληλεπίδραση της ομάδας να αναζητήσουν λύσεις, να πειραματιστούν, να κάνουν λάθη και να αντισταθούν στην καταπίεση, έστω και σε ένα προσομοιωμένο περιβάλλον. Η παρούσα έρευνα πραγματεύεται το κατά πόσο και με ποιο τρόπο το Θέατρο Forum και η πρακτική του εφαρμογή στον σχολικό χώρο μπορεί να επιδράσει και να αξιοποιηθεί ως ένα αποτελεσματικό εργαλείο μάθησης και καταπολέμησης του φαινομένου του σχολικού εκφοβισμού. Συγκεκριμένα, στο πρώτο κεφάλαιο της εργασίας γίνεται μια σύντομη ανάλυση του Θεάτρου Forum, στο οποίο αναφέρεται ο σκοπός που επιτελεί το συγκεκριμένο είδος θεάτρου και η διαδικασία που αυτό ακολουθεί. Στη συνέχεια, περιγράφεται συνοπτικά το φαινόμενο του σχολικού εκφοβισμού, οι μορφές και τα είδη του και τέλος η εργασία ολοκληρώνεται με τον επίλογο, στον οποίο παρατίθενται τα συμπεράσματα που έχουν εξαχθεί από την προηγούμενη ανάλυση.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο: «Το Θέατρο Forum του Augusto Boal»

Εμπνευστής του Θεάτρου του Καταπιεσμένου, το οποίο αποτελείται απόπαραστατικέςμορφές όπως το Θέατρο Forum, ήταν ο βραζιλιάνος σκηνοθέτης, Augusto Boal. Ο ίδιος αρχίζει με το αξίωμα ότι το θέατρο, όπως και η γλώσσα, είναι προσιτό για όλους αρκεί να διδαχτούν τη μέθοδο. Τον ρόλο του δασκάλου αναλαμβάνει το Θέατρο του Καταπιεσμένου. Συγκεκριμένα, ο δάσκαλος χρησιμοποιώντας ασκήσεις, παιχνίδια και τεχνικές από το Θέατρο του Καταπιεσμένου, στοχεύει αρχικά στο να συνειδητοποιήσουν οι μαθητές την καταπίεση που κατακλύζει την καθημερινότητά τους και έπειτα να προβούν στην αλλαγή – ανατροπή αυτής της καταπίεσης. Για τον Augsto Boal η συνειδητοποίηση ότι σε αυτό τον κόσμο κυριαρχεί η καταπίεση, ξεκίνησε από πολύ μικρή ηλικία καθώς μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον, όπου υπήρχε πάρα πολλή φτώχεια. Έτσι άρχισε από πολύ νωρίς να γράφει έργα για τους καταπιεσμένους, πάντοτε όμως από τη δική του οπτική γωνία. Παράλληλα, επηρεασμένος από το έργο του εκπαιδευτικού Paulo Freire, ο Boal υποστηρίζει ότι το θέατρο είναι ένα ισχυρότατο μέσο για την προώθηση της κοινωνικής και πολιτικής αλλαγής και είναι αναγκαστικά πολιτικό, καθώς όλες οι δραστηριότητες του ανθρώπου είναι πολιτικές. «Όποιος προσπαθεί να χωρίσει το θέατρο από την πολιτική, προσπαθεί να μας παραπλανήσει – είναι και αυτό μια πολιτική στάση» (Boal, 1979:9). Σύμφωνα με τον A.Boal, το θέατρο είναι ένα όπλο πολύ αποτελεσματικό, ένα όπλο απελευθέρωσης. Ο καταπιεσμένος λαός πρέπει να απελευθερωθεί, να κάνει το δικό του θέατρο. Τα «φράγματα» πρέπει να πέσουν και ο λαός να αποκτήσει πάλι τη λειτουργία του βασικού ηθοποιού, τόσο στο θέατρο όσο και μέσα στην κοινωνία. Αυτό είναι και ένα βασικό αξίωμα του Θεάτρου του Καταπιεσμένου. Το Θ.τ.Κ, στοχεύει στο να τοποθετήσει τον θεατή στο επίκεντρο της θεατρικής πράξης, να του δώσει δηλαδή τον ρόλο του πρωταγωνιστή, να τον μεταμορφώσει από απαθή θεατή, σε ενεργό πρωταγωνιστή. Αυτό έχει απώτερο στόχο ο ίδιος θεατής να αναλάβει και πρωταγωνιστικό ρόλο στη πραγματική του ζωή. Αυτό δηλαδή που προτείνει το Θ.τ.Κ είναι η ίδια η δράση. Ο θεατής δηλαδή δεν μεταβιβάζει κανένα του δικαίωμα για να δράσουν ή να σκεφτούν άλλοι στη θέση του. Αντίθετα, ο ίδιος αναλαμβάνει το βασικό ρόλο του ηθοποιού, δοκιμάζει λύσεις, σκέπτεται αλλαγές, με λίγα λόγια εξασκείται για την πραγματική δράση. «Ο απελευθερωμένος θεατής, ξαναβρίσκοντας την ανθρώπινη υπόστασή του, ρίχνεται στη δράση. Λίγη σημασία έχει εάν είναι φανταστική: το σημαντικό είναι πως είναι δράση» (Boal, 1979:17).
Με λίγα λόγια, ο Augusto Boal, θέλησε να μεταβάλλει τον «μονόλογο» που κυριαρχεί σε μια θεατρική σκηνή σε έναν διάλογο μεταξύ κοινού και θεατών. Για να συμβεί όμως αυτό θα πρέπει, όπως ο ίδιος υποστηρίζει, ο άνθρωπος να πάψει να είναι αντικείμενο, να γίνει υποκείμενο και να μεταμορφωθεί από απλό παρατηρητή, σε βασικό «ηθοποιό». Για τον Α. Boal, αυτή η πορεία της μεταμόρφωσης μπορεί να σχηματοποιηθεί στα εξής στάδια. Αυτά είναι:
1. Να γνωρίσεις το σώμα σου.
2. Να κάνεις το σώμα σου εκφραστικό.
3. Να αντιμετωπίσεις το θέατρο σαν γλώσσα.
Ενώ τα δύο πρώτα στάδια είναι προπαρασκευαστικά, το τρίτο έχει σαν άξονα ένα θέμα για συζήτηση, ώστε να ωθήσει το θεατή να κάνει ένα βήμα προς τη δράση. Σύμφωνα με τον Boal, το στάδιο αυτό διαιρείται σε βαθμίδες ανάπτυξης, που το καθένα σημειώνει ένα διαφορετικό βαθμό άμεσης συμμετοχής του θεατή στη παράσταση. Μια από αυτές είναι και το Θέατρο Forum (Boal, 1997:79). Μια παράσταση του Θεάτρου Forum, μπορεί να παιχτεί όχι μόνο σε θέατρα αλλά και σε άλλα μέρη όπως σχολεία, πάρκα, εστιατόρια κ.α. Το Θέατρο Forum βασίζεται και παίρνει το σενάριό του από πραγματικές ιστορίες των συμμετεχόντων και συγκεκριμένα ιστορίες, οι οποίες περιλαμβάνουν ένα είδος καταπίεσης, στο οποίο ο πρωταγωνιστής δεν κατάφερε να αντιδράσει στη πραγματική ζωή. Πρέπει ωστόσο να αναφερθεί ότι, μέσω αυτής της δραματοποίησης των εμπειριών, στόχος είναι να αναδειχθεί μια μορφή καταπίεσης ή μια αδικία, η οποία έχει και πολιτικοκοινωνικό χαρακτήρα, ώστε η ίδια να είναι αναγνωρίσιμη και στο κοινό. Ένα τέτοιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, θα μπορούσε να αποτελέσει και η ανάδειξη του φαινομένου του σχολικού εκφοβισμού (Ζώνιου, 2003:9). Σε μια παράσταση Forum, υπάρχει μόνο ένας πρωταγωνιστής – ο καταπιεζόμενος – που αντιμετωπίζει μια καταπίεση. Αντίθετα, καταπιεστές μπορεί να είναι πολλοί. Το ρόλο του ρυθμιστή της δράσης αναλαμβάνει ο «μεσολαβητής» – ο Jocker. O Jocker κατέχει πολύ σημαντικό ρόλο στο Θέατρο Forum καθώς αποτελεί τον συνδετικό κρίκο μεταξύ «ηθοποιών» και «θεατών». Είναι ένα ουδέτερο πρόσωπο που κρατάει αποστάσεις αλλά ταυτόχρονα και μια δυναμική παρουσία σε εγρήγορση. Ο jocker δεν σχολιάζει παρά μόνο θέτει ερωτήματα και αμφιβολίες στους «θεατές» και τους ωθεί να ανέβουν στη σκηνή και να αναλάβουν δράση (Boal, 1995:46-47). Το Θέατρο Forum προϋποθέτει ακριβώς αυτό, την υπέρβαση δηλαδή των ορίων σκηνής και πλατείας. Στο Θέατρο Forum δεν επιβάλλεται καμία ιδέα. Δίνεται δηλαδή στον λαό η δυνατότητα να πειραματιστεί για όλες του τις ιδέες, να δοκιμάσει όλες τις λύσεις, να τις ελέγξει και να τις επαληθεύσει με τη βοήθεια της θεατρικής πρακτικής. «Μπορεί αυτό το θέατρο να μην είναι επαναστατικό αλλά οι μορφές του είναι σίγουρα μια πρόβα της επανάστασης» (Boal, 1979: 39). Ο θεατής-ηθοποιός βάζει σε πρακτική μια πραγματική πράξη, ακόμα και αν είναι επινοητή και δοκιμάζοντας πράγματα εικονικά, αρχίζει να μαθαίνει πως πραγματοποιούνται αυτά στην αληθινή ζωή. Για όλους τους παραπάνω λόγους, το θέατρο Forum κατέχει έναν αξιοσημείωτο ρόλο και στην εκπαιδευτική διαδικασία αφού αξιοποιείται από πολλά σχολεία του εξωτερικού ως ένα εργαλείο μάθησης και πρόληψης κοινωνικοπολιτικών φαινομένων. Τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει να εισέρχεται και στα ελληνικά σχολεία με κάποιες απόπειρες από ομάδες και εκπαιδευτικούς.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: «Ο σχολικός εκφοβισμός: Μορφές και Είδη»  
Ο σχολικός εκφοβισμός δεν αποτελεί ένα σύγχρονο φαινόμενο της κοινωνίας αλλά αντίθετα ένα φαινόμενο, το οποίο εμφανίστηκε από τη στιγμή που οι κοινωνίες διαμόρφωσαν το τυπικό τους εκπαιδευτικό σύστημα με τέτοιοτρόπο που ανταποκρίνεται στις πραγματικές κοινωνικές ανάγκες και τις ανάγκες των μαθητών. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα και την ενεργοποίηση ενός συνόλου ψυχολογικών φαινομένων. Ωστόσο, ο όρος «σχολικός εκφοβισμός» εμφανίστηκε τα τελευταία χρόνια και συγκεκριμένα στα τέλη της δεκαετίας του 1970, όταν απασχόλησε πολλούς επιστήμονες, με πρωτοπόρο τον Olweus (1993: 39-115) και τα συμπεράσματά του στο «Aggression in the Schools: Bullies and whipping boys». Οίδιος συγχέοντας κατά μια έννοια τους όρους σχολικός εκφοβισμός και βία, τους περιγράφει ως μια συνειδητή αρνητική πράξη ενός παιδιού ή ομάδας παιδιών (θύτης ή και βοηθοί), μια πράξη με συχνότητα, που έχει ως στόχο να προκαλέσει βλάβη στο παιδί – θύμα. Ωστόσο, πρέπει να διαχωριστεί η έννοια της εκφοβιστικής συμπεριφοράς με αυτή της σύγκρουσης. Η τελευταία σε αντίθεση με τη πρώτη εμπλέκει άτομα, τα όποια είναι ίσης δύναμης και όχι άνισης που οφείλεται είτε στον αριθμό, στην σωματική υπεροχή, είτε στην κουλτούρα κ.α. Ο ορισμός που αναφέρθηκε εστιάζεται σε τρεις βασικές έννοιες, την προθετικότητα της πράξης, την επαναληπτικότητα και την ασυμμετρία της εξουσίας μεταξύ θύτη και θύματος (Olweus, 1993: 102). Το φαινόμενο του σχολικού εκφοβισμού μπορεί να εμφανιστεί με διάφορες μορφές όπως για παράδειγμα σαν λεκτικός, σωματικός, ρατσιστικός έμμεσος-κοινωνικός, ψυχολογικός, σεξουαλικός κ.α. Οι παραπάνω μορφές διαφοροποιούνται ανάλογα με τα χαρακτηριστικά και τον τρόπο της επίθεσης. Μια πιο σύγχρονη όψη- μορφή του σχολικού εκφοβισμού αποτελεί αυτή του ηλεκτρονικού εκφοβισμού (cyber bullying), ο οποίος παίρνει ψηφιακή μορφή και αποτελεί προέκταση των παραδοσιακών μορφών. Η συγκεκριμένη μορφή έχει απασχολήσει ιδιαίτερα την επιστημονική κοινότητα, αφού εισέρχεται στην ψυχολογική πραγματικότητα του θύματος. Το συγκεκριμένο γεγονός, ενισχύεται ακόμη παραπάνω τα τελευταία χρόνια κυρίως λόγω της εξέλιξης των τεχνολογικών επιτευγμάτων (Ηλιόπουλος, 2010). Μάλιστα, με το συγκεκριμένο φαινόμενο έχουν ασχοληθεί πολλοί από τους μεγαλύτερους οργανισμούς που αφορούν στην εκπαίδευση και στην υγεία των παιδιών, όπως για παράδειγμα το Council of Europe το 2006. Στη χώρα μας πρόσφατη έρευνα από το Ε.Ψ.Υ.Π.Ε (2010) έδειξε ότι το 10% με 15% των μαθητών και εφήβων έχει πέσει θύμα βίας ενώ παράλληλα ποσοστό μεγαλύτερο από το 5% των μαθητών ασκεί βία στους συνομηλίκους του.
Με βάση τα παραπάνω αναδεικνύεται η επιτακτική ανάγκη παρέμβασης της εκπαίδευσης για την καταπολέμηση του φαινομένου. Αναμφισβήτητα, η εκπαίδευση αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο για την ψυχοπνευματική εξέλιξη και ισορροπία ενός εφήβου. Με βάση αυτό, οι εκπαιδευτικοί ως στελέχη και επαγγελματίες οφείλουν να είναι καταρτισμένοι και ενημερωμένοι για τα πιθανά νέα επιστημονικά πορίσματα, ενώ παράλληλα θα πρέπει να ενισχύουν κάθε είδους δράση που οδηγεί στην αντιμετώπιση και την καταστολή τέτοιου είδους φαινομένων. Παράλληλα, οι ίδιοι πιθανόν να πρέπει να προεκτείνουν την ηθική τους ευθύνη σε νέες καινοτόμες πρακτικές, οι οποίες ξεφεύγουν από τον μέχρι τώρα τρόπο επίλυσης του φαινομένου. Δεν αρκεί δηλαδή μια απλή ενημέρωση των νέων. Οι διαστάσεις του φαινομένου απαιτούν άμεση δράση. Μια κατάλληλη πρακτική για την αντιμετώπιση του σχολικού εκφοβισμού θα μπορούσε να αποτελεί το Θέατρο Φόρουμ – Θέατρο Καταπιεσμένου, όπου το ίδιο το βίωμα παίρνει μορφή και εξετάζεται υπό άλλες συνθήκες, όπου όλοι οι συμμετέχοντες έχουν λόγο και την δυνατότητα να δράσουν σε ένα ασφαλές πλαίσιο. Μέσω αυτού, πιθανόν να επιτυγχάνεται και η «ψυχολογική κάθαρση» του πιθανού θύτη, θύματος και θεατών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο: «Γιατί θέατρο Forum;»
Μελέτες χρόνων στον χώρο της εκπαίδευσης έχουν δείξει ότι με το θέατρο οι μαθητές μπορούν να ανακαλύψουν και να εξωτερικεύσουν τις διαφορετικές εν δυνάμει προσωπικότητες που έχουν μέσα τους φυλακισμένες. Για παράδειγμα, ένας μαθητής ο οποίος ασκεί βία απέναντι στους συμμαθητές του, όταν κληθεί στο θέατρο να υποδυθεί το «θύμα», που υφίσταται τη βία πιθανόν να κατανοήσει τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί. Το ερώτημα όμως που εγείρεται αφορά τον λόγο επιλογής του θεάτρου Forum ως το αποτελεσματικότερο εργαλείο μάθησης και αντιμετώπισης του σχολικού εκφοβισμού. Η αιτιολόγηση πιθανόν να εκκινεί από το γεγονός ότι κεντρικός στόχος του θεάτρου Forum είναι να δοθεί έμφαση στην ασυμμετρία των δυνάμεων θύτη και θύματος. Το θέατρο Forum, μέσω της βιωματικής τεχνικής που αξιοποιεί, δημιουργεί για τους συμμετέχοντες ένα ασφαλές περιβάλλον στο οποίο οι ίδιοι θα μπορούν να παρατηρήσουν, βιώσουν και σκεφτούν έστω και προσομοιωμένα πάνω σε φαινόμενα σχολικού εκφοβισμού και να αποκτήσουν πιο ενεργητικό ρόλο στην αποδοχή ευθυνών αντίστασης στα φαινόμενα της πραγματικής τους ζωής. Παράλληλα, μέσω της ενσυναίσθησης μπορούν να οδηγηθούν στον αναστοχασμό γύρω από τη θέση θυτών και θυμάτων και στην αναζήτηση λύσεων για την αντιμετώπιση του φαινομένου. Άλλωστε η υπόθεση του θεάτρου Forum είναι ότι η ενέργεια και οι ιδέες που προκύπτουν από την θεατρική πράξη μπορούν να εμπλουτίσουν τη καθημερινή ζωή των συμμετεχόντων με λύσεις και να τους ενδυναμώσουν απέναντι στους εκάστοτε καταπιεστές τους. Με λίγα λόγια, το συγκεκριμένο είδος θεάτρου προσφέρει στα παιδιά έναν ασφαλή χώρο, όπου τα ίδια θα μπορέσουν να ανακαλύψουν και να διερευνήσουν τον τρόπο σκέψης θύματος και θύτη, έναν χώρο πρόβας της αλλαγής (Γκόβας, 2003:272). Επιπλέον, το Θέατρο Forum έχει τη δυνατότητα να μεταβάλλει τον τρόπο δομής μιας σχολικής αίθουσας αλλά και τις σχέσεις των μαθητών και τις αντιλήψεις αυτών για φαινόμενα σχολικού εκφοβισμού. Για παράδειγμα, παίρνοντας ένα πραγματικό γεγονός ενός εκφοβιστικού φαινομένου, μια εμπειρία των ίδιων των παιδιών, είναι δυνατό να δημιουργηθεί ένα περιβάλλον των συνθηκών του εκφοβισμού, όπου αυτά θα μπορούν να βιώσουν και να πειραματιστούν πάνω σε αυτό το φαινόμενο, χωρίς να αισθάνονται τον φόβο ότι θα υποστούν τις συνέπειες της πραγματικής ζωής. Συγκεκριμένα, ύστερα από χωρικές διευθετήσεις, κατά τις οποίες η απόσταση μεταξύ θεατρικής σκηνής και αυλαίας παύει και θεατές – ηθοποιοίγίνονται ένα, ένα μαθητής μπορεί να αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο και να αποκαλύψει τις εκφοβιστικές πιέσεις που πιθανόν να έχει δεχτεί καθώς και τις δυσκολίες για να αναδείξει το πρόβλημα και να αναζητήσει βοήθεια. Παράλληλα, με αυτό τον τρόπο και ο μαθητής-κοινό έχει τη δυνατότητα να γίνει συμμέτοχος και να βιώσει παρόμοια συναισθήματα με αυτά του θύτη. Έχει επίσης τη δυνατότητα να διακόψει τη θεατρική δράση και να προτείνει ο ίδιος λύσεις και προτάσεις στον θύτη. Μάλιστα μέσα από αυτές τις λύσεις πιθανόν ο μαθητής – κοινό να δοκιμάζει έμμεσα τις δικές του αντοχές ως προϊόν αναμνήσεων από δικά του προσωπικά βιώματα σχολικού εκφοβισμού. Παράλληλα, ο μαθητής- πρωταγωνιστής δοκιμάζει και πειραματίζεται με βάση τις υποδείξεις – προτάσεις του συμμαθητή του, παραμένοντας βέβαια σχετικά σταθερός στην δική του τακτική να δώσει λύσεις στο αδιέξοδο που βιώνει. Πρέπει βέβαια να σημειωθεί ότι αυτή τακτική, από μέρους του Πρωταγωνιστή, δεν αποσκοπεί να λειτουργήσει ακυρωτικά της δυναμικής του θεατή, αλλά να την ανανεώσει. Συγκεκριμένα, μέσα από αυτή τη διαδικασία, ο μαθητής-κοινό μπορεί να συνειδητοποιήσει τις νέες διαστάσεις του αδιεξόδου, προτείνοντας νέες λύσεις μέσα από έναν εποικοδομητικό διάλογο με τον ήρωα, που βέβαια πλέον δεν διαφέρει πολύ από τον εαυτό του αλλά και ούτε η σχέση του με το φαινόμενο του σχολικού εκφοβισμού. Συμπερασματικά, η πιο σημαντική ίσως στιγμή του Θεάτρου Forum είναι αυτή κατά την οποία ο θεατής – κοινό καλείται να αντικαταστήσει τον μαθητή – πρωταγωνιστή, να πειραματιστεί, να δοκιμάσει τις δικές του λύσεις και προτάσεις αλλά και να δεχθεί τη κριτική για την λύση αυτή από τους υπόλοιπους συμμετέχοντες. Σε αυτό το σημείο, η τελευταία συνδιαλλαγή των συμμετεχόντων δεν αποτελεί μόνο μια προσπάθεια επίλυσης του προβλήματος αλλά και μια επικοινωνιακή δράση, μια αλληλεπίδραση και ένας διάλογος, κατά τον οποίο ακούγονται όλες οι απόψεις και ιδέες και κατά τον οποίο δεν υπάρχει σωστό και λάθος. Δηλαδή, μια συνδιαλλαγή πολύ διαφορετική σε σχέση με αυτή που επικρατεί στο σύγχρονο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. «Οι ενέργειες του μαθητή να γίνει συμμέτοχος και να αντεπεξέρθει στο πρόβλημα του Πρωταγωνιστή, θύμα εκφοβισμού εν προκειμένω, μπορεί να αποτυπωθούν στην επινοημένη λέξη, από τον Boal, spector, δηλαδή spect (θεατής) και actor (ηθοποιός)» (Σπυρόπουλος, Τ., 2013). Μια έννοια που αναδεικνύει την τροποποίηση του έρμαιου και απαθή θεατή των φαινομένων καταπίεσης σε ενεργό πρωταγωνιστή πραγματικών αλλαγών. (Boal,1995: 113).
Από τη μεταπτυχιακή εργασία της Χ. Παπαοικονόμου – Σιδέρη, δημοσιευμένη στον τόμο ΓΡΑΠΤΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ-ΜΑΘΗΜΑ: «ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΤΕΧΝΗ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ: ΜΟΡΦΕΣ ΚΑΙ ΕΙΔΗ», του Τμήματος ΘΕΑΤΡΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ, της ΣΧΟΛΗΣ ΚΑΛΩΝ ΤΕΧΝΩΝ του ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ
http://ts.uop.gr/tsdie/images/1os-tomos-ergasies-dte.pdf  

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *